Του Σταθη Ν. Καλυβα*
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Η χώρα αντιμετωπίζει δύο τεράστιες προκλήσεις: το χρέος και το έλλειμμα. Το γιγαντιαίο χρέος που συσσωρεύσαμε συναρτάται με τα ευρύτερα δημοσιονομικά προβλήματα του ευρωπαϊκού Νότου, την ευρωπαϊκή νομισματική αρχιτεκτονική και την ευρωπαϊκή ενοποίηση γενικότερα. Επομένως, η λύση στο πρόβλημα αυτό απαιτεί συνδυασμό παρεμβάσεων στο ευρωπαϊκό και το ελληνικό επίπεδο. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός πως το χρέος συσσωρεύτηκε με δική μας ευθύνη και πως η αξιοπιστία της χώρας υπονομεύθηκε αποκλειστικά από δικές μας πρακτικές.
Η δεύτερη πρόκληση, η ανάγκη συμπίεσης του ελλείμματος, προϋποθέτει την αύξηση των κρατικών εσόδων και το συμμάζεμα της κρατικής σπατάλης και απαιτεί χειρισμούς που
να μην πνίγουν ταυτόχρονα την οικονομική δραστηριότητα. Για να προστατεύσει την πολιτική της βάση, δηλαδή το κρατικό κομμάτι της οικονομίας, η κυβέρνηση έδωσε έμφαση στα εισπρακτικά μέτρα. Γρήγορα, η επιλογή αυτή αποδείχθηκε αντιπαραγωγική και κατέστησε σαφή την ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα περιορίζουν το κόστος του κράτους και την επιβάρυνση που αυτό ασκεί στην παραγωγική δραστηριότητα. Οι μεταρρυθμίσεις αγγίζουν ένα ευρύτατο πλέγμα κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών που οδήγησε στην κρίση, από τη φοροδιαφυγή και την προσοδοφορία ώς τις πελατειακές πρακτικές και τη διαφθορά. Ετσι, η οξύτητα της κρίσης οδήγησε για πρώτη φορά σε (δειλά, πρόχειρα, αποσπασματικά και συχνά αυτοαναιρούμενα) μέτρα που επιχειρούν να ακουμπήσουν τις ρίζες του ελλείμματος αντί να θεραπεύσουν τα συμπτώματά του.Η οξύτητα της κρίσης είναι όμως αυτή που μας κάνει να παραβλέπουμε το γεγονός πως ακόμα και αν πετύχει, η αντιμετώπιση του χρέους και του ελλείμματος δεν εγγυάται καθόλου την επιστροφή στις ανέμελες μέρες της ευημερίας που βίωσε η χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Μια οικονομία μπορεί να μην παράγει ούτε μεγάλα ελλείμματα αλλά ούτε και ανάπτυξη. Αν επιθυμούμε όχι απλώς την έξοδο από την κρίση αλλά την μελλοντική κατάκτηση της ευημερίας, πρέπει να κινηθούμε έγκαιρα και σοβαρά με στόχο τον αναπτυξιακό προσανατολισμό της χώρας. Αυτός στηρίζεται σε δύο θεμέλια, δίχως τα οποία καμία χώρα δεν μπορεί να παράγει πλούτο: το ανθρώπινο κεφάλαιο και το κράτος του νόμου, ή αλλιώς την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη. Και οι δύο πάσχουν βαριά. Οι κενές ρητορικές μεγαλοστομίες (π.χ. για τη σημασία του ασύλου και της δημόσιας παιδείας ή για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης) συνήθως συγκαλύπτουν την απουσία των αναγκαίων τομών.
Τα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι γνωστά και δεν χρειάζονται μιαν ακόμη περιγραφή. Η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία πάσχουν από αντίστοιχα, αν όχι μεγαλύτερα, προβλήματα. Παράγουν ένα προϊόν ταυτόχρονα ακριβό και υποβαθμισμένο που αντανακλά αξίες και μεθόδους του 19ου αιώνα. Σε έναν κόσμο όπου η πληροφόρηση είναι διάχυτη και η τεχνολογία μεταλλάσσεται με απίστευτους ρυθμούς, η πολυτιμότερη δεξιότητα είναι η κριτική και ευέλικτη διαχείριση της γνώσης. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα όμως παραμένει προσκολλημένο στην στείρα απομνημόνευση, παράγοντας ανθρώπους με αυξημένο κομφορμισμό, περιορισμένη δημιουργικότητα και ελάχιστη κριτική ικανότητα. Μέχρι τώρα, η κοινωνία κάπως αναπλήρωνε το κενό με σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις. Ακόμα και αν αυτές συνεχιστούν, δεν αρκούν. Πρόκειται για τεράστια σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού που εγγυάται χαμηλά επίπεδα μελλοντικής ανάπτυξης.
Για τη Δικαιοσύνη, παραπέμπω στο καίριο άρθρο του Σταύρου Τσακυράκη («Βήμα», 8 Αυγούστου), όπου περιγράφεται ένα σύστημα σε πλήρη κατάρρευση. Οπως ακριβώς συνέβη με το χρέος, έτσι και στη Δικαιοσύνη η κατάσταση έχει ξεφύγει. Οι εκκρεμείς υποθέσεις αυξάνονται με αλματώδη ρυθμό: ξεπερνούν τις 149.000 στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, τις 11.000 στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και τις 31.000 στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Σήμερα, μία διοικητική διαφορά χρειάζεται πάνω από 17 χρόνια για να εκδικασθεί απ’ όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και σε πέντε χρόνια θα χρειάζεται 30 χρόνια. Αυτό ισοδυναμεί με αρνησιδικία ευρύτατης κλίμακας. Και εδώ είναι προφανές πως δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη δίχως αξιόπιστη εγγύηση της τήρησης των νόμων.
Είναι μήπως υπερβολική η ενασχόληση με τέτοια θέματα τη στιγμή που η χώρα κινδυνεύει να πτωχεύσει; Πόσα ανοιχτά μέτωπα αντέχει; Η απάντηση είναι απλή: η ριζική αναδιάρθρωση της Παιδείας και της Δικαιοσύνης αποτελούν μονόδρομο για την επίτευξη ευημερίας. Προφανώς, οι τομές αυτές είναι δύσκολες. Ας το δούμε όμως διαφορετικά: τέτοιες τομές είναι δυνατές μόνο σε περιόδους κρίσεων. Το μεγαλύτερο εμπόδιο δεν είναι ούτε η αναπόφευκτη αντίσταση των βολεμένων ούτε η αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, αλλά η απουσία οράματος και πρωτοβουλίας που στους συγκεκριμένους τομείς δεν μπορεί παρά να προέλθει από την πολιτική ηγεσία. Από την άποψη αυτή, η πλήρης ανυποληψία της αντιπολίτευσης δεν αποτελεί άλλοθι για την εξόφθαλμη κυβερνητική ανεπάρκεια.
Σήμερα, το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας μάς κατατάσσει στην 28η θέση παγκοσμίως. Ξεχνάμε πως ακόμα και μέσα στο σκότος της ύφεσης παραμένουμε εξαιρετικά προνομιούχοι. Ας αναλογιστούμε όμως το εξής: αν δεν επιχειρήσουμε άμεσα πολύ βαθιές αναδιαρθρώσεις, σύντομα θα νοσταλγήσουμε το σημερινό βιοτικό μας επίπεδο σαν μια χρυσή εποχή που έληξε οριστικά.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου