Αντιγράφουμε -στα ελληνικά...- από το γνωστό think tank της Αμερικής, το Foreign Policy:
Η Δήμητρα είναι μια 62χρονη γιαγιά, που μένει στην άλλοτε «ανεβασμένη», αλλά τώρα πλέον υποβαθμισμένη πλατεία Βικτωρίας, στο κέντρο της Αθήνας. Διατηρεί ένα μίνι μάρκετ, με το οποίο συντηρεί, εκτός από τον εαυτό της, την άνεργη κόρη της και τα δυο εγγόνια της. Όπου νάναι κλείνει. Πάντα πλήρωνε τους φόρους της, ακόμη και όταν οι φοροφυγάδες φίλοι της την κορόιδευαν, και ποτέ δεν ξόδευε περισσότερα απ όσα αποταμίευε. Τα μέτρα λιτότητας όμως, αύξησαν τους φόρους και τους λογαριασμούς, με αποτέλεσμα να τελειώνουν οι
οικονομίες της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γειτονιά της είναι πλέον παραδομένη στους ναρκομανείς και στις συμμορίες. Φοβάται να βγει έξω μόλις πέσει το σκοτάδι, αφού ήδη την έχουν ληστέψει άπειρες φορές. «Δεν αντέχω άλλο…», λέει.
Για πολλά χρόνια, οι Έλληνες πολιτικοί δεν έδιναν σημασία σε ανθρώπους όπως η Δήμητρα. Θα έπρεπε όμως, αφού αυτοί αποτελούν τη σιωπηρή πλειοψηφία. Αυτοί είναι οι νομοταγείς, που πληρώνουν τους φόρους τους, και ζουν σύμφωνα με τα μέσα που διαθέτουν. Και αυτοί είναι που τώρα καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα ενός διεφθαρμένου, αναποτελεσματικού, και πελατειακού πολιτικού συστήματος, που δεν τους πρόσφερε ποτέ τίποτα. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να φοβάται τους αγανακτισμένους, αλλά τη Δήμητρα. Όπως και κάθε άλλο Έλληνα σαν αυτήν, που πίστεψε στους πολιτικούς, αλλά που μετά από έναν ολόκληρο χρόνο σκληρής λιτότητας χωρίς αποτέλεσμα, έχασε πλέον την υπομονή του.
Τα πάμπολλα προβλήματα της Ελλάδας είναι πιο παλιά από την πανταχόθεν βαλλόμενη κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ που ίδρυσε ο πατέρας του Ανδρέας, εξελέγη το 2009 με εντολή να επεκτείνει το κράτος, μέχρι που ανακάλυψε ότι υπήρχε χρέος ύψους $400 δισ. Τώρα, μετά από ένα χρόνο λιτότητας, ως αντάλλαγμα του έκτακτου δανεισμού διάσωσης, οι αγορές και οι πιστωτές συνεχίζουν να ανησυχούν, ενώ έχει μειωθεί τόσο το διαθέσιμο εισόδημα, όσο και η αίσθηση ασφάλειας των Ελλήνων. Η κυβέρνηση του Παπανδρέου θα πληρώσει το τίμημα, άσχετα αν επιβίωσε της πρόσφατης ψήφου εμπιστοσύνης. Οι ψηφοφόροι όμως θεωρούν πως και το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, είναι εξίσου αναποτελεσματικό.
Τα προβλήματα είναι πολλά, και οφείλονται μεταξύ άλλων, σε μια στάσιμη, σχεδόν σοβιετικού τύπου οικονομία, που προτιμά το ρουσφέτι αντί της αξιοκρατίας, με μια κουλτούρα διαφθοράς που έχει κατασπαταλήσει το δημόσιο χρήμα, και ένα πρόσφατο κύμα λαθρομετανάστευσης, που ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Ευρωπαίοι διαχειρίστηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν χιλιάδες άνεργοι, απελπισμένοι, και χωρίς χαρτιά ξένοι, ξεκομμένοι στην Αθήνα. Πέρσι, σημειώθηκε σημαντική αύξηση του βίαιου εγκλήματος, με αποτέλεσμα να ξεθαρρέψουν οι περιθωριοποιημένες μέχρι τώρα νεοναζιστικές ομάδες, τις οποίες όμως οι κάτοικοι του κέντρου της πόλης άρχισαν να θεωρούν ως πιο αξιόπιστη ασφάλεια, από αυτήν που παρέχει η αστυνομία.
«Ο κόσμος δεν αισθάνεται ασφαλής, κι αυτό τους κάνει να θυμώνουν, και να είναι καχύποπτοι…», λέει ο πατέρας Μάξιμος του Αγίου Παντελεήμονα, σε μια περιοχή που έχει τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα στη πόλη. «Δεν ξέρω τι να πω στις ηλικιωμένες που έρχονται κλαίγοντας, χτυπημένες από κάποιον Αφγανό ή Αφρικανό που θέλει να της ληστέψει την ώρα που έρχονται να εκκλησιαστούν. Δεν ξέρω τι να πω στις έφηβες πόρνες από την Αφρική που έρχονται σε μένα ικετεύοντας για βοήθεια και για να γλιτώσουν από τη παγίδα της ζωής τους, ή στους άστεγους που κατασκηνώνουν στο προαύλιο… Δεν υπάρχει τάξη, και σε αυτή την ατμόσφαιρά το θύμα μπορεί να γίνει και θύτης».
Το αποτέλεσμα αυτής της άναρχης κατάστασης είναι η ανάδυση ακροδεξιών οργανώσεων, όπως η Χρυσή Αυγή, που μάλιστα κατάφερε να εκλέξει άνθρωπό της στο δημοτικό συμβούλιο, με την υπόσχεση να καταπολεμήσει την εγκληματικότητα και να διώξει τους ξένους. Πρόκειται για τον Νικόλαο Μιχαλολιάκο, που χαιρετά τους συντρόφους του ναζιστικά.
Οι περισσότεροι Έλληνες δεν είναι ξενοφοβικοί, αλλά η κρίση έχει επιφέρει αλλαγές στη ψυχοσύνθεσή τους. Πολλοί είναι στενοχωρημένοι με τους Ευρωπαίους, κυρίως τους Γερμανούς, που τους κρίνουν άδικα, κατηγορώντας τους ως τεμπέληδες, και σπάταλους, και που θεωρούν ότι έχουν μόνο δικαιώματα. Άλλοι συγχύστηκαν με το ΔΝΤ, το οποίο θεωρούν ότι θέλει να καταλάβει τη χώρα τους. Κάποιοι πάλι συνωμοσιολόγοι, προσφεύγουν σε έναν αναχρονιστικό αντιαμερικανισμό, που θεωρεί τις ΗΠΑ ως την αυτοκρατορία του κακού, με τον Ομπάμα να θέλει να γονατίσει, και στη συνέχεια να λεηλατήσει τη χώρα τους. «Έχουμε κρυφά αποθέματα πετρελαίου και χρυσού, και οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν να μας τα πάρουν…», μου λέει ο μηχανικός Γιάννης, τον οποίο συνάντησα σε μια διαδήλωση.
Πολλοί Έλληνες είναι θυμωμένοι και με τον Γ. Παπανδρέου, έναν ήρεμο, γεννημένο στη Μινεσότα κοινωνιολόγο, που προέρχεται από μια κυρίαρχη στην Ελλάδα πολιτική οικογένεια, και τον οποίο δεν θεωρούν ως αρκετά Έλληνα. «Γιατί δεν μπορεί ο Jeffrey να φάει ένα σουβλάκι παρέα μας;», αναρωτιέται ο 50χρονος φωτογράφος Δημήτρης, που διαδηλώνει έξω από τη βουλή, τονίζοντας το παρατσούκλι του Παπανδρέου για να σημειώσει τη διαφορετικότητά του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Παπανδρέου έσωσε τη περασμένη εβδομάδα τη κυβέρνησή του, τοποθετώντας ως υπουργό Οικονομικών τον μεγαλύτερο εσωκομματικό του αντίπαλο, τον συνταγματολόγο Ε. Βενιζέλο, που φημίζεται για τη νοημοσύνη του, και την έξοχη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Προς τιμήν της, η Δήμητρα πολεμά αυτή τη τάση για εσωστρέφεια που αναδεικνύεται τελευταία στην Ελλάδα. Δεν μου είπε το επίθετό της, αφού δεν συμπαθεί τους δημοσιογράφους, αλλά έμεινε δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης για τον θάνατο του 44χρονου Μανώλη Καντάρη, που δολοφονήθηκε πρόσφατα από αλλοδαπούς ληστές. Το πλήθος στη τελετή ήταν θυμωμένο, και φώναζε «έξω οι ξένοι», ανεμίζοντας ελληνικές σημαίες. Στη συνέχεια κυνήγησαν έναν δυστυχισμένο Αφρικανό που έψαχνε στους κάδους απορριμμάτων. Ομάδες νεαρών Ελλήνων ύψωσαν τις σημαίες, έτοιμοι να δώσουν μάχη με τα κοντάρια τους. Όταν το πλήθος άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο, η Δήμητρα αρνήθηκε να συμμετάσχει. «Αυτή δεν είναι η πατρίδα μου», είπε κλαίγοντας. «Γιατί αδιαφορήσαμε τόσα χρόνια για τα προβλήματα, και τα αφήσαμε να εξελιχθούν σε κάτι το τόσο άσχημο;»
Της JOANNA KAKISSIS στο Foreign Policy
Η Δήμητρα είναι μια 62χρονη γιαγιά, που μένει στην άλλοτε «ανεβασμένη», αλλά τώρα πλέον υποβαθμισμένη πλατεία Βικτωρίας, στο κέντρο της Αθήνας. Διατηρεί ένα μίνι μάρκετ, με το οποίο συντηρεί, εκτός από τον εαυτό της, την άνεργη κόρη της και τα δυο εγγόνια της. Όπου νάναι κλείνει. Πάντα πλήρωνε τους φόρους της, ακόμη και όταν οι φοροφυγάδες φίλοι της την κορόιδευαν, και ποτέ δεν ξόδευε περισσότερα απ όσα αποταμίευε. Τα μέτρα λιτότητας όμως, αύξησαν τους φόρους και τους λογαριασμούς, με αποτέλεσμα να τελειώνουν οι
οικονομίες της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γειτονιά της είναι πλέον παραδομένη στους ναρκομανείς και στις συμμορίες. Φοβάται να βγει έξω μόλις πέσει το σκοτάδι, αφού ήδη την έχουν ληστέψει άπειρες φορές. «Δεν αντέχω άλλο…», λέει.
Για πολλά χρόνια, οι Έλληνες πολιτικοί δεν έδιναν σημασία σε ανθρώπους όπως η Δήμητρα. Θα έπρεπε όμως, αφού αυτοί αποτελούν τη σιωπηρή πλειοψηφία. Αυτοί είναι οι νομοταγείς, που πληρώνουν τους φόρους τους, και ζουν σύμφωνα με τα μέσα που διαθέτουν. Και αυτοί είναι που τώρα καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα ενός διεφθαρμένου, αναποτελεσματικού, και πελατειακού πολιτικού συστήματος, που δεν τους πρόσφερε ποτέ τίποτα. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να φοβάται τους αγανακτισμένους, αλλά τη Δήμητρα. Όπως και κάθε άλλο Έλληνα σαν αυτήν, που πίστεψε στους πολιτικούς, αλλά που μετά από έναν ολόκληρο χρόνο σκληρής λιτότητας χωρίς αποτέλεσμα, έχασε πλέον την υπομονή του.
Τα πάμπολλα προβλήματα της Ελλάδας είναι πιο παλιά από την πανταχόθεν βαλλόμενη κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ που ίδρυσε ο πατέρας του Ανδρέας, εξελέγη το 2009 με εντολή να επεκτείνει το κράτος, μέχρι που ανακάλυψε ότι υπήρχε χρέος ύψους $400 δισ. Τώρα, μετά από ένα χρόνο λιτότητας, ως αντάλλαγμα του έκτακτου δανεισμού διάσωσης, οι αγορές και οι πιστωτές συνεχίζουν να ανησυχούν, ενώ έχει μειωθεί τόσο το διαθέσιμο εισόδημα, όσο και η αίσθηση ασφάλειας των Ελλήνων. Η κυβέρνηση του Παπανδρέου θα πληρώσει το τίμημα, άσχετα αν επιβίωσε της πρόσφατης ψήφου εμπιστοσύνης. Οι ψηφοφόροι όμως θεωρούν πως και το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, είναι εξίσου αναποτελεσματικό.
Τα προβλήματα είναι πολλά, και οφείλονται μεταξύ άλλων, σε μια στάσιμη, σχεδόν σοβιετικού τύπου οικονομία, που προτιμά το ρουσφέτι αντί της αξιοκρατίας, με μια κουλτούρα διαφθοράς που έχει κατασπαταλήσει το δημόσιο χρήμα, και ένα πρόσφατο κύμα λαθρομετανάστευσης, που ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Ευρωπαίοι διαχειρίστηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν χιλιάδες άνεργοι, απελπισμένοι, και χωρίς χαρτιά ξένοι, ξεκομμένοι στην Αθήνα. Πέρσι, σημειώθηκε σημαντική αύξηση του βίαιου εγκλήματος, με αποτέλεσμα να ξεθαρρέψουν οι περιθωριοποιημένες μέχρι τώρα νεοναζιστικές ομάδες, τις οποίες όμως οι κάτοικοι του κέντρου της πόλης άρχισαν να θεωρούν ως πιο αξιόπιστη ασφάλεια, από αυτήν που παρέχει η αστυνομία.
«Ο κόσμος δεν αισθάνεται ασφαλής, κι αυτό τους κάνει να θυμώνουν, και να είναι καχύποπτοι…», λέει ο πατέρας Μάξιμος του Αγίου Παντελεήμονα, σε μια περιοχή που έχει τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα στη πόλη. «Δεν ξέρω τι να πω στις ηλικιωμένες που έρχονται κλαίγοντας, χτυπημένες από κάποιον Αφγανό ή Αφρικανό που θέλει να της ληστέψει την ώρα που έρχονται να εκκλησιαστούν. Δεν ξέρω τι να πω στις έφηβες πόρνες από την Αφρική που έρχονται σε μένα ικετεύοντας για βοήθεια και για να γλιτώσουν από τη παγίδα της ζωής τους, ή στους άστεγους που κατασκηνώνουν στο προαύλιο… Δεν υπάρχει τάξη, και σε αυτή την ατμόσφαιρά το θύμα μπορεί να γίνει και θύτης».
Το αποτέλεσμα αυτής της άναρχης κατάστασης είναι η ανάδυση ακροδεξιών οργανώσεων, όπως η Χρυσή Αυγή, που μάλιστα κατάφερε να εκλέξει άνθρωπό της στο δημοτικό συμβούλιο, με την υπόσχεση να καταπολεμήσει την εγκληματικότητα και να διώξει τους ξένους. Πρόκειται για τον Νικόλαο Μιχαλολιάκο, που χαιρετά τους συντρόφους του ναζιστικά.
Οι περισσότεροι Έλληνες δεν είναι ξενοφοβικοί, αλλά η κρίση έχει επιφέρει αλλαγές στη ψυχοσύνθεσή τους. Πολλοί είναι στενοχωρημένοι με τους Ευρωπαίους, κυρίως τους Γερμανούς, που τους κρίνουν άδικα, κατηγορώντας τους ως τεμπέληδες, και σπάταλους, και που θεωρούν ότι έχουν μόνο δικαιώματα. Άλλοι συγχύστηκαν με το ΔΝΤ, το οποίο θεωρούν ότι θέλει να καταλάβει τη χώρα τους. Κάποιοι πάλι συνωμοσιολόγοι, προσφεύγουν σε έναν αναχρονιστικό αντιαμερικανισμό, που θεωρεί τις ΗΠΑ ως την αυτοκρατορία του κακού, με τον Ομπάμα να θέλει να γονατίσει, και στη συνέχεια να λεηλατήσει τη χώρα τους. «Έχουμε κρυφά αποθέματα πετρελαίου και χρυσού, και οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν να μας τα πάρουν…», μου λέει ο μηχανικός Γιάννης, τον οποίο συνάντησα σε μια διαδήλωση.
Πολλοί Έλληνες είναι θυμωμένοι και με τον Γ. Παπανδρέου, έναν ήρεμο, γεννημένο στη Μινεσότα κοινωνιολόγο, που προέρχεται από μια κυρίαρχη στην Ελλάδα πολιτική οικογένεια, και τον οποίο δεν θεωρούν ως αρκετά Έλληνα. «Γιατί δεν μπορεί ο Jeffrey να φάει ένα σουβλάκι παρέα μας;», αναρωτιέται ο 50χρονος φωτογράφος Δημήτρης, που διαδηλώνει έξω από τη βουλή, τονίζοντας το παρατσούκλι του Παπανδρέου για να σημειώσει τη διαφορετικότητά του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Παπανδρέου έσωσε τη περασμένη εβδομάδα τη κυβέρνησή του, τοποθετώντας ως υπουργό Οικονομικών τον μεγαλύτερο εσωκομματικό του αντίπαλο, τον συνταγματολόγο Ε. Βενιζέλο, που φημίζεται για τη νοημοσύνη του, και την έξοχη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Προς τιμήν της, η Δήμητρα πολεμά αυτή τη τάση για εσωστρέφεια που αναδεικνύεται τελευταία στην Ελλάδα. Δεν μου είπε το επίθετό της, αφού δεν συμπαθεί τους δημοσιογράφους, αλλά έμεινε δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης για τον θάνατο του 44χρονου Μανώλη Καντάρη, που δολοφονήθηκε πρόσφατα από αλλοδαπούς ληστές. Το πλήθος στη τελετή ήταν θυμωμένο, και φώναζε «έξω οι ξένοι», ανεμίζοντας ελληνικές σημαίες. Στη συνέχεια κυνήγησαν έναν δυστυχισμένο Αφρικανό που έψαχνε στους κάδους απορριμμάτων. Ομάδες νεαρών Ελλήνων ύψωσαν τις σημαίες, έτοιμοι να δώσουν μάχη με τα κοντάρια τους. Όταν το πλήθος άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο, η Δήμητρα αρνήθηκε να συμμετάσχει. «Αυτή δεν είναι η πατρίδα μου», είπε κλαίγοντας. «Γιατί αδιαφορήσαμε τόσα χρόνια για τα προβλήματα, και τα αφήσαμε να εξελιχθούν σε κάτι το τόσο άσχημο;»
Της JOANNA KAKISSIS στο Foreign Policy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου