Eνα νέο μοντέλο ενημέρωσης ξεκίνησε ήδη στη Νέα Φιλαδέλφεια και τη Νέα Χαλκηδόνα. Από εδώ, μπορείτε καθημερινά να ενημερώνεστε για ό,τι συμβαίνει στην πόλη μας, αλλά και να γίνετε ΕΣΕΙΣ ο ρεπόρτερ, που θα μας στέλνετε ό,τι βλέπετε γύρω σας και σας κάνει εντύπωση. Σας περιμένουμε στο mail ta.pragmata@yahoo.gr

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Μνήμη Μικρασίας- "Το νούμερο 31328" του Ηλία Βενέζη (μέρος Γ!)


Ακούγω ακόμα τα χριτς χριτς που κάνουν τα δόντια του. Ύστερα αρχίζω να τ' ανακατεύω με το θόρυβο που κάνει το άλογο εκεί πλάι, ύστερα με τη θάλασσα που μουρμουρίζει κι ολοένα ξεμακραίνει στο βάθος, ολοένα. Αργά αργά σβήνουν όλα. Δεν ακούγω πια τίποτα. Είμαι ένα τσακισμένο αδύναμο παιδί, δεκαοχτώ χρόνια γεμάτα φρέσκο αίμα και όνειρα που
κουράστηκαν.
.....................................................................................................
Ήταν, λέει, άνοιξη. Εγώ κ' εκείνη είχαμε αποτραβηχτεί κάτου από ένα δέντρο. Ήταν, λέει, και πουλιά από πάνω μας — έψαλλαν τσίου τσίου και κουτσούλιζαν. Την κοίταξα βαθιά και της είπα πως δεν μπορεί παρά να ζει ο Θεός αφού έτσι λάμπουν τα μάτια της. Μου παραπονέθηκε, πως της λέω όλο ανοησίες. Κ' έσκυψε και με φίλησε θερμά.
....................................................................................................
Ένα χέρι με σπρώχνει δυνατά. Ύστερα μια κλωτσιά. Ξυπνώ απότομα. Μες στο λίγο φως, στα δυο τρία σπαρματσέτα που άναψαν πάλι στο υπόγειο, ξεχωρίζω τις πυκνές σκιές που κουνιούνται και σπρώχνουνται προς την πόρτα. Φωνές από δω, από κει: Ονόματα — Χρήστο, Κώστα. Δυo τρεις στρατιώτες γυρίζουν σ' όλες τις γωνιές, μην απόμεινε κανένας, και κλωτσούν.
—Σηκωθείτε!
Ο καπετάνιος μ' έσπρωξε. Τον ρωτώ σαστισμένος, σα να 'ρχουμαι από άλλον κόσμο.
—Τι είναι;
—Το «ξάφρισμα»..., μουρμουρίζει με φωνή που πολεμά να μην τρέμει.
Μας βγάζουν απ' το κάτω μέρος του υπόγειου. Στη μικρή πόρτα στριμωχνόμαστε ώσπου να βγούμε. Ακούγω μια στιγμή τον Ιάκωβο, δίπλα μου, να μουρμουρίζει: «Εις το όνομα του Πατρός, του Υίού, του Πατρός και του Υιού...», πολλές φορές.
Μας αραδιάζουν σε διπλή σειρά. Εκεί, πλάι στη θάλασσα. Μες στο λιμάνι ανάβουν τα φώτα ενός βαποριού, από κείνα που παίρνουν τα γυναικόπαιδα. Θα 'ναι περασμένα μεσάνυχτα. Το υποθέτω απ' τη Μεγάλη Άρκτο που έχει χαμηλώσει πολύ. Ένας συμμαθητής μου καταγινόταν πολύ με τ' άστρα. Εκείνος μου τα έμαθε. Ο Σείριος; Τόσες, τόσες χιλιάδες, τόσα δέκατα, τόσα χιλιοστά μακριά. Μήτε ένα λιγότερο; Μήτε. Το αγιάζι είναι πολύ. Τουρτουρίζουμε.
Είμαι στην πρώτη σειρά. Δίπλα μου ο καπετάνιος. Από πίσω ο Ηρόδοτος, ένας σκοτεινός βόλος, κοιτάζει με τα μεγάλα ηλίθια μάτια του, γεμάτα απορία, και τρέμει.
Στο σπίτι πάνω απ' το υπόγειο, που είναι τα γραφεία της Αστυνομίας, πολλά φώτα.
Μεθυσμένες φωνές τραγουδούν. Περιμένουμε.
Τέλος ανοίγει η πόρτα. Ένας στρατιώτης κατεβαίνει με μια λάμπα στο χέρι. Από πίσω του έρχεται ένας αξιωματικός. Είναι στουπί στο μεθύσι. Παραπατά.
—Ελάτε! Ελάτε! φωνάζει ο αξιωματικός σε κάποιον άλλον από μέσα. Απόψε έναν παραπάνω για σας!
Απ' το σπίτι ένας άλλος αξιωματικός βγαίνει και τον ακολουθά. Ο στρατιώτης πάει στην άκρη της γραμμής μας, χαμηλώνει τη λάμπα στα πρόσωπά μας, να φωτιστούν, περιμένει.
Πλησιάζει εκεί ο πρώτος αξιωματικός. Είναι αυτός ο ίδιος που μας χτυπούσε το πρωί — τα φουτουριστικά σχέδια. Το ξανθό μουστάκι του απ' τη δεξιά μεριά έχει γείρει λίγο περισσότερο — και ο Σείριος;... Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά έναν δικό μας όξω απ' τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα.
—Κ' εσύ, παλιόσκυλο! λέει.
Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση — έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ' όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ' το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυo τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.
Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά...
Ξεχωρίστηκαν έξι σύντροφοί μας. Ύστερα άλλος ένας, γίναν εφτά. Βλέπω μια
διμοιρία στρατιώτες που ετοιμάζουνται. Κατεβαίνουν με τον οπλισμό τους, ένας
ένας. Μαζεύουνται σε μιαν άκρη δίπλα μας.
—Φτάνει! λέει ο αξιωματικός στο στρατιώτη με τη λάμπα.
Μα αμέσως, σα να θυμάται, γυρίζει προς το μέρος του άλλου αξιωματικού:
—Α, αλήθεια, κ' έναν για σας! λέει. Διαλέξτε!
Τούτος ο άλλος πλησιάζει στη γραμμή. Η καρδιά μας πάλι χτυπά παλαβά. Τραβά
έναν. Σκύβουμε να δούμε: Ο Ιάκωβος.
—Όχι εγώ! Όχι εγώ! παρακαλεί με απελπισία ο φουκαράς. Εγώ Ιτάλια ταμπαασί
(Ιταλός υπήκοος), Ιτάλια ταμπαασί... Αύριο θα με γυρέψουν...
—Σκύλο! μουγκρίζει ο ξανθός αξιωματικός, και τον τραβά στην μπάντα.
Ύστερα διατάζει στο απόσπασμα:
—Να γυρίσετε γρήγορα!
Οι στρατιώτες παν κοντά στους συντρόφους μας που ξεχωρίστηκαν.
—Αν έχετε τίποτα, πάρτε το! τους φωνάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος.
Μας βάζουν πρώτα εμάς μες στο υπόγειο. Ύστερα ξωπίσω μας έρχονται κ' οι
άλλοι, μηχανικά, να πάρουν ό,τι έχουν. Για ποιο λόγο;
—Γρήγορα! φωνάζει ο λοχίας απόξω, βλέποντας πως αργοπορούν.
Το υπόγειο είναι γεμάτο σούσουρο. Ένας άνθρωπος κλαίει νευρικά. Κάποιος άλλος
λέει «γεια σας». Η ώρα περνά. Ο λοχίας διατάζει πιο άγρια:
—Γρήγορα!
Στη γωνιά που έχω λουφάξει πλησιάζει ο βαρύς όγκος του καπετάνιου. Τον βλέπω που έρχεται, και με πιάνει φόβος. Σκύβει σιωπηλά. Κάνει να σκαλίσει εκεί στο προσκέφαλό μας, σάματις να έχει κάτι να πάρει. Ύστερα πάλι σηκώνεται.
—Δεν έχω τίποτα, μουρμουρίζει αφηρημένα, σα να θυμάται, αλήθεια, πως δεν έχει
να πάρει τίποτα.
Κάνω κουράγιο.
—Να, Μανόλη, λέω. Πάρε τις δικές μου τις κουβέρτες.
Το λέω έτσι ασυλλόγιστα, μια προσπάθεια να του φανώ την τελευταία στιγμή
τόσο δα χρήσιμος, μόλο που είμαι σίγουρος πως τίποτα δεν του χρειάζεται πια.
—Τι τις θέλω; αναρωτιέται κι αυτός σιγανά.
Ο λοχίας βρίζει, τρίτη φορά τώρα:
—Άιντε, ουλάν!
Είναι φανερό πως όλοι προσπαθούν να μείνουν λίγο ακόμα, όσο είναι μπορετό, ν'
αργοπορήσουν.
Τέλος ο Μανόλης κουμπώνεται απότομα, σα να πήρε την απόφαση. Δυo τρεις
φθόγγοι τρίζουν στα δόντια του. Μόλις κατορθώνουν ν' ανταμώσουν:
—Ε... Γεια σας...
Βάζει τα χέρια του στις τσέπες και χιμά στην πόρτα. Ο μεγάλος όγκος του
διαλύεται μες στο σκοτάδι.
Χαμένος, παραλυμένος, ακούγω ένα διάστημα τα βήματά τους έξω που φεύγουν.
Σβήσαν.
Συμμαζεύουμαι πιο κοντά στον Πέπα. Τρέμει. «Κύριε, Κύριε...» μουρμουρίζει. Η
καρδιά του χτυπά, τικ τακ.
—Άραγες με τι τρόπο;... ρωτά σιγανά και στέκεται, σα να φοβάται να προχωρήσει
τη σκέψη του.
Τα μάτια μου πολεμούν, πολεμούν ν' αντισταθούν, δε βαστούν πια, μούσκεψαν. Η
σκηνή έρχεται και ξανάρχεται εκεί, μες στο ύποπτο φως, στο θόλο του υπόγειου —
ένα παραπάτημα, δυο πόντοι. Αισθάνουμαι να με πλακώνει το φριχτό βάρος,
πολεμώ να παλέψω. Μα τι φταίω; Τι φταίω; Αύριο θα 'μαι εγώ, για μεθαύριο.
Ολοένα γίνεται περισσότερη ησυχία στο υπόγειο. Τα σπαρματσέτα ένα ένα σβήνουν. Ίσαμε μια ώρα πέρασε. Ο Πέπας στριφογυρίζει, δεν μπορεί να ησυχάσει. Το άλογο, δίπλα μας, μετακινιέται, φαίνεται πως θέλει κι αυτό να ξαπλώσει. Λίγο ακόμα να τον πατήσει τον Πέπα.
—Έχει τόπο παρακάτου; με ρωτά ανήσυχος.
Τραβιέμαι όσο μπορώ προς το μέρος που άφησε ο Μανόλης.
—Δεν έχει πια παρακάτου, λέω. Είναι άλλοι.
Ο Πέπας σηκώνεται, λύνει το σκοινί που είναι δεμένο το ζο απ' το χαλκά και το τραβά. Ξαναδένει ύστερα τον κόμπο πιο κοντά. Δεν έχει αφήσει παρά δυο πιθαμές μονάχα σκοινί απ' το στόμα του ζου.
Πάλι έρχεται και ξαπλώνει.
—Έτσι δε θα μπορέσει να πέσει χάμου, λέει.
Μα το άλογο χλιμιντρίζει. Αδιάκοπα. Είναι φανερό πως διαμαρτύρεται. Ο σκοπός
όξω ανησυχεί. Μπαίνει μέσα. Βλέπει το κοντό δέσιμο του ζου κι ανάβει.
—Γκιαούρ! βλαστημά και δίνει μια κλωτσιά στον Πέπα. Ύστερα αφήνει λάσκα το
σκοινί, να 'χει άνεση το ζο.
Θα 'χαν περάσει δυο ώρες. Ο Πέπας συμμαζώχτηκε, κάθεται γονατισμένος για να ησυχάσει το ζο. Δεν ακούγονται πια παρά ελάχιστοι θόρυβοι, σπασμωδικοί. Χάνουνται γρήγορα. Μα σιγά σιγά το αυτί μου παίρνει, στο βάθος, πολλά βήματα. Σιγά. Σιγά. Ολοένα πλησιάζουν, γίνουνται πιο καθαρά. Έρχουνται απ' το δρόμο, απ' το μέρος που φύγανε οι άλλοι πριν από δυο ώρες. Αφουγκράζουμαι με ολάνοιχτα μάτια. Τέλος σταματούν όξω απ' το σπίτι. Μιλούν συναμεταξύ τους τούρκικα, δεν καταλαβαίνω.
—Γύρισαν..., μουρμουρίζει ο Πέπας.
—Ναι. Γύρισαν...
Είναι το απόσπασμα. Τελείωσε.
Μαζεύω τα ποδάρια μου και κουκουλώνουμαι όλος ως το κεφάλι. Έτσι που είμαι τραβηγμένος, είναι ίσα ίσα ο τόπος που καθόταν ο Μανόλης, εδώ και λίγες ώρες. Από κάτου απ' το προσκέφαλο, στην άκρη, ένας μικρός βόλος μποδίζει την ησυχία μου. Λέω, θα 'ναι τίποτα ψωμί. Πάω να το βγάλω. Βάζω το χέρι μου. Τραβώ. Είναι άλλο πράμα. Το πασπατεύω: μια καπνοσακούλα. Χώνω τα δάχτυλά μου μέσα και πιάνω ένα σκληρό μικρό πράμα. Ανάβω ένα σπίρτο, κοιτάζω, κοιτάζω, και πολεμώ να θυμηθώ. Είναι ένα μικρό φελουκάκι, ένα τόσο δα πράμα, μια μύτη μπροστά, μια γραμμή για καρένα αποκάτω. Ένα άτεχνο φελουκάκι μια σταλιά, από πεύκο

ΤΟ ΠΡΩΙ οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπουμε στα κάγκελα είναι τρία παιδιά. Δυo αγόρια κ' ένα κοριτσάκι. Κανένα δεν είναι παραπάνω από δεκαπέντε χρονώ. Σκύβουν και πολεμούν και τα τρία να δουν στο υπόγειο, γυρίζουν εδώ εκεί τα
μάτια τους.
—Πατέρα!... φωνάζει το ένα.
—Ποιόν γυρεύετε; ρωτά κάποιος από μας που δεν τα ήξερε.
—Το Γιάκωβο Μούρα! Είναι πατέρας μας!
—Α, πατέρας σας είναι; μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
Συλλογίζεται.
—Έφυγε! λέει ξερά.
Τα παιδιά αρχίζουν να φωνάζουν, και τα τρία μαζί, και να γυρεύουν τον πατέρα τους. Ο σκοπός ενοχλείται. Έχει δίκιο. Αυτές οι ψιλές φωνές σκίζουν τον πρωινό αγέρα, δεν κάνουν μήτε τόση δα προσπάθεια για λίγη στοιχειώδη αρμονία, να μην παραφωνούν.
Τα διώχνει να φύγουν με κλωτσιές. Μα εκείνα τραβιούνται λίγο πιο πέρα,
κατάντικρυ στο μικρό παράθυρο, στο πεζοδρόμι, κάθουνται κει χάμου, μαζεύουν
τις μύξες τους και συνεχίζουν την παραφωνία χωρίς συστολή, με μικρές διακοπές.
Τέλος το ένα σηκώνεται, κλαμένο ακόμα, και λέει στ' άλλα να φύγουν.
—Πάμε...
Σηκώνουνται ένα ένα και χάνουνται με σιγανά βήματα.
Η πρωινή φθινοπωρινή γαλήνη ξαναβρίσκει την αρμονία που είχε ταραχθεί.
ΣΕ ΛΙΓΟ ήρθε και η μητέρα μου.
Χύνουμαι προς το παράθυρο μόλις ακούγω τη γλυκιά φωνή της να με ζητά. Με τα μάτια πρησμένα απ' την αυπνία κι απ' τον τρόμο, με καρδιά τσακισμένη, ένα σώμα χωρίς νεύρα, χωρίς δύναμη, που πάλεψε, πάλεψε, τεντώνω τα χέρια μου ικετεύοντας να με σώσουν.
—Μητέρα, γλιτώστε με! Μητερούλα! Γρήγορα! Γρήγορα!
Απ' ολάκερο το τεντωμένο κορμί, από κάθε νεύρο, από κάθε σπασμό βγαίνει η ίδια
απελπισμένη κραυγή:
—Γρήγορα! Γρήγορα! Σώστε με!...
Το καημένο το μικρό της το κεφάλι κουνιέται σπασμωδικά μπρος σ' αυτή την
έξαλλη ικεσία. Είναι τόση η σαστισμάδα της, δε σκέφτεται καν ν' αφήσει να
τρέξουν τα δάκρυά της. Σηκώνεται, τρέμοντας, να φύγει.
—Παιδάκι μου!... Παιδάκι μου!... Τρέχουμε!... τραυλίζει. Κ' εγώ κι ο πατέρας σου...
—Γρήγορα, μητερούλα! Μητερούλα, γρήγορα!... Μην έρθει η νύχτα...
Έφυγε. Στο υπόγειο οι χτεσινές αναμνήσεις είναι ακόμα φρέσκες. Η κουβέντα
γυρίζει στον ίδιο σκοπό.
—Γιατί έτσι, λίγους λίγους, λέει ένας, κι όχι μια και καλή ολουνούς;
—Γι' απλοχωριά, του κάνει κάποιος άλλος ξερά. Να 'χουμε τόπο, όσοι μένουμε. Να
μη στεναχωρούμαστε.
Ίσως. Μια φορά στο υπόγειο δεν μπορούν να χωρέσουν παραπάνω από σαράντα άνθρωποι. Είναι κιόλας γεμάτο. Κι όμως κάθε μέρα φέρνουν τέσσερις πέντε ακόμα. Λοιπόν, πρέπει να γίνεται μια αραίωση — ξεβοτανίζεις ένα κομμάτι γης που έπεσε πολύς σπόρος.
—Κ' ύστερα, σα δεν έχει πια άλλους να 'ρθουν;...
—Ε, τότες μπορεί σε μια βραδιά ολουνούς μαζί...
—Αυτό το ξέρει το κέφι που θα 'χει αυτός!... βεβαιώνει σκληρά μια άλλη φωνή για
τον ξανθό αξιωματικό.
Ο καθένας μας παρακαλεί να μην έρθουν άλλοι. Πιανόμαστε από μια καθαρή
ανοησία: Αν δεν έρθουν άλλοι, μπορεί να μην έχει ξάφρισμα το βράδυ.
Ωστόσο η μικρή πόρτα του υπόγειου ανοίγει σε λίγο. Χύνουνται μέσα πεντέξι στρατιώτες. Σκουν στα χάχανα. Τριγυρίζουν έναν δικό μας και τον σπρώχνουν να μπει στη φυλακή.
Είναι μια νέα έκδοση Ηρόδοτος. Ένα παλικαράκι που είχε ντυθεί γυναίκα για να το σκάσει και το πιάσαν στο μουράγιο. Φορεί ακόμα ένα φουστάνι που κρέμεται κουρέλια απ' το τράβηγμα. Οι στρατιώτες κάνουν αστεία, άλλος του πιάνει τους γοφούς, άλλος τα στήθια, του γνέφουν, ζικ ζικ, και γελούν, πεθαίνουν στα γέλια. Ένας τον γαργάλισε κάτω απ' τη μασχάλη. Το παλικάρι κάνει μια τρομερή προσπάθεια — δαγκάνει με τα δόντια τη γλώσσα του, κατάχλωμο, να κρατηθεί. Και ξαφνικά, ανίκανο, ανοίγει το στόμα του και μπήγει ένα δυνατό σπαραχτικό χάχανο.
Αυτό έδωσε την αφορμή. Οι στρατιώτες άρχισαν να τον γαργαλούν όλοι μαζί — στον αφαλό, στις μασχάλες, στο στήθος. Το παιδί κατρακύλησε ανάσκελα, χίμηξαν κι αυτοί πάνω του και το γαργαλούσαν. Μες στα γέλια τους ξεχώριζε το δικό του ακράτητο χάχανο, που χυνόταν απ' τα δόντια του. Ένας στρατιώτης έσκυψε, αφλάντιασε, καράταρε, κ' ύστερα έφτυσε με δύναμη μες σ' αυτό το ανοιγμένο στόμα που σπάραζε.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ με γύρεψαν με τ' όνομά μου. Ένας λοχίας. Ξέρω πως τρέχουν οι
δικοί μου στους αξιωματικούς, στο Φρουραρχείο. Πολεμούν να τους καταφέρουν
πως είμαι μικρός, δεν είμαι μες στο όριο, έχω και μια γαλλική προστασία. Η
καρδιά μου χτυπά.
Με παν στο γραφείο του ξανθού αξιωματικού. Είναι εκεί κ' η κυρούλα η μητέρα μου. Κλαίει γονατιστή και παρακαλεί. Ξέρει λίγα τούρκικα απ' τον καιρό που είχαμε παραγιούς τούρκους. Το μάτι του αξιωματικού με κοιτάζει από πάνω ως κάτω. Ύστερα κάνει ένα κίνημα αηδίας.
—Για τούτο τον μούργο είναι; λέει στη μητέρα μου.
—Ναι... Αυτό είναι, κύριε...
—Α σιχτίρ! βλαστημά, και φωνάζει να με πάρουν.
Με γυρίζουν πάλι πίσω. Το σωστό σωστό! Είμαι ένας μούργος — ποτές μου δε διακρίθηκα επί ωραιότητι δυο παραδιώ. Η νύχτα πλησιάζει· είναι πολύ σιμά. Βράδιασε. Πέφτω στη γωνιά μου. Δεν περιμένω τίποτα.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ νύχτα πέρασε πάνω κάτω σαν την πρώτη. Μας πήραν πέντε μονάχα συντρόφους μας στο ξάφρισμα. Μέσα σ' αυτουνούς ήταν και τα δυο φουστάνια: ο Ηρόδοτος και το άλλο το παλικάρι που το γαργαλούσαν. Το σχέδιο στην αρχή είχε πάρει μονάχα τούτον τον τελευταίο. Μα ο αποσπασματάρχης θύμισε στον αξιωματικό πως απ' το ίδιο εμπόρευμα είναι κι άλλος ένας· εννοούσε τον Ηρόδοτο. Ο αξιωματικός γέλασε, χα χα, και βρωμούσε πιοτό.
—Λες να παν παρέα; κάνει στο λοχία.
—Εμ, κορίτσι πράμα, μπορεί να μη θέλει να πάει μονάχο του! αστειευόταν αυτός
σε σοβαρό τόνο.
—Σωστό! αποφασίζει τελειωτικά ο αξιωματικός.
Ο λοχίας προχώρησε και τράβηξε στην μπάντα τον χοντρό όγκο του Ηρόδοτου. Τούτος τον κοίταζε με τ' αγαθά μάτια του και ήταν έτοιμος ν' αρχίσει: εν... Ο αξιωματικός είδε το σουλούπι του, γέλασε, ύστερα έσπρωξε έναν απ' τους πέντε που είχε ξεχωρίσει, να πάει στη γραμμή πίσω αφού αντικαταστάθηκε.
Οι ξεχωρισμένοι πέντε μπήκαν μαζί μας στο υπόγειο να πάρουν ό,τι έχουν. Αυτό ήταν μια ανόητη διαδικασία που κανένας μας δε ρωτούσε τι θέλει και γίνεται. Ο Ηρόδοτος στεκόταν εκεί στον τόπο του, αναποφάσιστος.
—Δεν έχεις τίποτα εσύ, βρε; τον ρωτά ο αποσπασματάρχης.
Δεν καταλάβαινε τι ν' αποκριθεί. Μονάχα πολεμούσε να χαμογελάσει, λίγο
παρακαλεστικά, σα να προαισθανόταν.
—Δεν έχει τίποτα, τσαούς, κάνει ένας δικός μας.
Αλήθεια, δεν είχε τίποτα. Οι δικοί του μπαρκάρανε. Κανείς δεν ερχόταν στο παραθυράκι, το πρωί, να ρωτά γι' αυτόν. Τον είχα δει, τη μέρα, που κοίταζε τα στόματα, τους δικούς μας σαν τρώγαν, και του έδωσα ψωμί. Είχε να φάει δυο μέρες.
Οι καταδικασμένοι αργούσαν να βγουν. Ο Ηρόδοτος καθόταν εκεί μονάχος, μες στη νύχτα, τους περίμενε. Κοίταζε τον ουρανό που είχε άστρα.
—Άιντε, ουλάν! φώναξε ο λοχίας, να βιαστούν να βγουν.
Βγήκαν μονάχα τρεις. Ο τέταρτος πολεμούσε να κρυφτεί ανάμεσά μας, πίσω απ' το κιούπι με το νερό, να γλιτώσει. Οι στρατιώτες μπήκαν μέσα και κάμαν άνω κάτω τον κόσμο. Ρωτούσαν ποιος είναι. Κανένας μας δεν τολμούσε να δείξει.
Ο λοχίας, τότε, φώναξε:
—Πάρτε έναν, όποιον και να 'ναι!
Τότες όλα τα στόματα μαζί τινάχτηκαν: «Εκεί! Εκεί!» Και τα χέρια δείχνανε το κιούπι. Κανένας δεν ήθελε ν' αλλάξει τη μοίρα του. Οι στρατιώτες τον βγάλαν απ' τον πρόχειρο κρυψώνα του και τον σέρναν, κι αυτός βέλαζε σαν αρνί.
Στο υπόγειο στάθηκε για κάμποσο, έπειτα, μια πηχτή σιωπή. Τα κορμιά, τα τσακισμένα νεύρα, ακίνητα. Μα σε μια ώρα κοιμόμαστε όλοι. Κ' εγώ.
Σιγά σιγά αρχίζω να συνηθίζω.
 (συνεχίζεται τη Δευτέρα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου