Γράφει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Πριν από ένα χρόνο πέθανε ο συνιδρυτής και αφεντικό της Apple σε ηλικία 56 ετών μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.
Η μέρα του είχε 24 ώρες, και κάποιες από αυτές τις περνούσε στο κρεβάτι, κάποιες στην τουαλέτα. Βούρτσιζε τα δόντια του, έκανε ντους (παραδόξως, όχι πολύ συχνά), έτρωγε (όχι κρέας), οδηγούσε το αυτοκίνητό του, μιλούσε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Περιποιούταν το μούσι του. Καθάριζε τους
φακούς απ’ τα γυαλιά του. Έστριβε μια μπατονέτα στα αυτιά του. Έκανε πιστολάκι.
Ο Στίβεν Πολ Τζομπς πέθανε στις 5 του περασμένου Οκτώβρη στην ηλικία των 56 ετών, και η ζωή του στα πολύ βασικά πράγματα δεν διέφερε από τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στη Γη. Τα ίδια πράγματα έκανε, σαν Homo sapiens τυπικός, όπως όλοι. Αλλά σε όλα τα υπόλοιπα, στις ώρες της δραστηριότητας και της δημιουργίας, η ζωή του ήταν πολύ πολύ διαφορετική.
Πόσο διαφορετική; Αυτό ήταν το τελευταίο ερώτημα που μου είχε μείνει μετά την αναγνωστική καταιγίδα που ακολούθησε τον θάνατό του.
(Ας το σκεφτούμε αυτό λίγο: Πόσα πράγματα είχαν γραφτεί μετά το θάνατο του Τόμας Έντισον; Πόσες λέξεις ήταν οι επικήδειοι του Χένρι Φορντ; Αριθμοί πεπερασμένοι, σίγουρα –όσα γράφτηκαν σε πέντε λεπτά στο Twitter, μετά το θάνατο του Στιβ Τζομπς, ας πούμε. Χάρη στην τεχνολογία –και, εν μέρει, τον Στιβ Τζομπς- ζούμε στην άνοιξη του γραπτού λόγου και έτσι στην εποχή ετούτη μόλις συμβαίνει κάτι άξιο λόγου, μπορούμε και απολαμβάνουμε άφθονο, πλήρη, πολύπλοκο λόγο, σχεδόν δωρεάν).
Τις μέρες που μεσολάβησαν έχουμε διαβάσει ιστορίες από τη ζωή του, πώς τον θυμούνταν φίλοι, συνεργάτες και αντίπαλοι, αναλύσεις για το έργο του και ποια, τελικά, ήταν η σημασία του στην ιστορία της τεχνολογίας και της ανθρωπότητας.
Τα ‘χουμε λύσει αυτά, όσο μπορούν θέματα τέτοια να λυθούν.
Μα το ερώτημα που περισσεύει δεν απαντάται με tweets και μαρτυρίες που χωράν σε blog posts: Τί ήταν αυτό που έκανε τον Στιβ Τζομπς να είναι ο Στιβ Τζομπς κι όχι ένας blue collar εργαζόμενος στο Πάλο Άλτο;
Ο μόνος τρόπος να βρεις απάντηση σε ερωτήματα τέτοια είναι να ζήσεις τη ζωή του άλλου μέσα απ’ το πετσί του, βλέποντας μέσα από τα μάτια του και ακούγοντας όσα ακούν τ’ αυτιά του. Αυτό δεν το έχει καταφέρει ακόμα η τεχνολογία. Η επόμενη καλύτερη λύση, υποθέτω, είναι μια εξαντλητική βιογραφία 520 πυκνογραμμένων σελίδων μεγάλου μεγέθους, που προέκυψε από σαράντα συνεντεύξεις με τον ίδιο και άλλες εκατόν-πενήντα με φίλους και συνεργάτες του. Το «Steve Jobs» του Γουόλτερ Άιζακσον, που κυκλοφόρησε στις 24 Οκτωβρίου και στα Ελληνικά από τον Ψυχογιό, δε σου δίνει ξεκάθαρη απάντηση, αλλά βοηθάει να την υποπτευθείς.
Αλλά πρώτα, μια σύντομη ανακεφαλαίωση.
Στο πρόσφατο μακροσκελές βιογραφικό άρθρο του Στίβεν Λίβαϊ στο Wired, ο συγγραφέας συνοψίζει τα επιτεύγματα του Στιβ Τζομπς ως εξής: «Οι άνθρωποι που μπορούν να διεκδικήσουν την πατρότητα προϊόντων που αλλάζουν τα πάντα σε μια αγορά, που ταυτίζονται με την κουλτούρα της εποχής και γίνονται απαντήσεις σε τηλεπαιχνίδια δεκαετίες αργότερα, είναι ελάχιστοι. Ο Στιβ Τζομπς έφτιαξε έξι τέτοια προϊόντα, κάθε ένα από τα οποία θα ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει μια μεγάλη καριέρα».
Τα προϊόντα αυτά κατά σειρά ήταν:
Ο Apple II, ο πρώτος μαζικά επιτυχημένος «προσωπικός» υπολογιστής
Ο Macintosh, ο πρώτος μαζικά επιτυχημένος υπολογιστής με περιβάλλον γραφικών σαν αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Το κινηματογραφικό στούντιο Pixar, που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που κατασκευάζονται οι ταινίες κινουμένων σχεδίων.
Το iPod, το πρώτο μαζικά επιτυχημένο mp3 player, που σε συνδυασμό με το iTunes άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αγοράζουμε και ακούμε μουσική.
Το iPhone, το πιο εμβληματικό smartphone.
Το iPad, την πρώτη μαζικά επιτυχημένη φορητή συσκευή αφής, και το πρώτο βήμα για τον μετα-PC κόσμο.
Ο Στιβ Τζομπς πρόλαβε και τα έκανε όλα αυτά σε 56 χρόνια ζωής.
Καταλαβαίνω ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι, και ότι υπάρχουν άνθρωποι ταλαντούχοι και ικανοί, και άλλοι άνθρωποι όχι και τόσο έξυπνοι ή αποτελεσματικοί. Αλλά τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο διαφορετικούς από τον Στιβ Τζομπς; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν έναν άνθρωπο να εκμεταλλεύεται το χρόνο του έτσι ώστε να αλλάζει τον κόσμο (έξι φορές!), την ώρα που οι υπόλοιποι εκμεταλλευόμαστε τον ίδιο χρόνο σε μια προσπάθεια που μοιάζει να μην εξυπηρετεί τίποτα περισσότερο από τη διατήρηση της αδιάκοπης αλληλουχίας εισπνοή-εκπνοή;
Σύμφωνα με τη βιογραφία του Στιβ Τζομπς, τα μυστικά είναι τέσσερα:
1. Είσαι ιδιοφυία.
2. Περιστοιχίζεσαι από πολύ πολύ ικανούς ανθρώπους.
3. Θυσιάζεις άλλα (ακόμα και πολύ σημαντικά) στοιχεία της ανθρώπινης φύσης σου.
4. Έχεις πάντα δίκιο.
Ας τα πάρουμε ένα ένα:
(Το βιβλίο, όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι γεμάτο με ανέκδοτες ή ελάχιστα γνωστές μικρές ιστορίες. Να μια, που δείχνει πόσο μικρός είναι ο κόσμος και πόσο ασήμαντοι οι άνθρωποι:
Η συγγραφέας Μόνα Σίμπσον, αδερφή του Τζομπς από τη μάνα που τον έδωσε για υιοθεσία, προσπάθησε σε μεγάλη ηλικία να εντοπίσει τον πατέρα τους. Τον βρήκε σε ένα εστιατόριο στο Σακραμέντο. Τον έλεγαν Αμπντουλφατάχ Τζαντάλι και, στη συνάντησή του μαζί της, της διηγήθηκε ιστορίες από τα προηγούμενα εστιατόρια που είχε δουλέψει. Σε ένα από αυτά, το αγαπημένο του, ένα εστιατόριο στο Σαν Χοσέ με μεσογειακή κουζίνα, «έρχονταν όλοι οι επιτυχημένοι από το χώρο της τεχνολογίας», της είπε. «Ακόμα και ο Στιβ Τζομπς!»
Δεν είχε ιδέα ότι ο Στιβ Τζομπς ήταν γιος του.)
Ο Στιβ Τζομπς ήταν ένας απίστευτα δύσκολος και περίεργος άνθρωπος, μα ήταν χωρίς καμία αμφιβολία έξυπνος και ικανός. Το πώς οι εμπειρίες του σφυρηλάτησαν το μετέπειτα χαρακτήρα του μπορεί να ερμηνευτεί (πιθανότατα λανθασμένα) από την ποπ-ψυχολογία της στιγμής. Ο ίδιος ήταν σίγουρος ότι αν δεν άρχιζε να πουλάει κομπιούτερ θα κατέληγε στη φυλακή. Μα θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε χάρη στην επιλεκτική εξωστρέφεια της διάνοιάς του. Όπως είπε η νέμεσή του, ο Μπιλ Γκέιτς, «Ο Στιβ ποτέ δεν ήξερε πολλά πράγματα για την τεχνολογία, αλλά είχε ένα απίστευτο ένστικτο που του έλεγε τι λειτουργεί και τί όχι».
Κι αυτό, παραδόξως, ήταν το λιγότερο σημαντικό απ’ όλα.
2.
Ο Στιβ Τζομπς δεν ήταν προγραμματιστής. Ήξερε κάποια πράγματα από ηλεκτρονικά, αλλά όχι τίποτα σπουδαίο. Δεν ήταν designer, δεν έφτιαχνε προϊόντα, δεν έγραφε κώδικα. Από ολόκληρη τη διαδικασία κατασκευής ενός ηλεκτρονικού μηχανήματος, δεν ήξερε να κάνει σχεδόν τίποτα.
Δεν χρειάστηκε ποτέ.
Είχε άλλους να του τα φτιάχνουν –αυτός μόνο επέβλεπε κι επέβαλλε.
«Για τα περισσότερα πράγματα στη ζωή», είπε στο συγγραφέα, «η διαφορά ανάμεσα στο καλύτερο και στον μέσο όρο είναι 30% περίπου. Η καλύτερη αεροπορική πτήση, το καλύτερο γεύμα, μπορεί να είναι 30% καλύτερο από τον μέσο όρο. Εκείνο που είδα στον Woz (σ.σ. Στιβ Γουόζνιακ, ο μηχανικός που έφτιαξε τον Apple I στο γκαράζ του Τζομπς) ήταν έναν άνθρωπο που ήταν πενήντα φορές καλύτερος από το μέσο μηχανικό. (…) Η ομάδα του Mac ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ολόκληρη ομάδα αυτού του επιπέδου, με πρώτους παίχτες. Πολλοί είπαν ότι δεν θα τα πήγαιναν καλά, ότι δεν τους άρεσε να συνεργάζονται μεταξύ τους. Όμως εγώ κατάλαβα ότι οι πρώτοι παίχτες προτιμούν να δουλεύουν με πρώτους παίχτες, και δεν τους αρέσει να δουλεύουν με τρίτους παίχτες. Στην Pixar είχαμε μια ολόκληρη εταιρία με πρώτους παίχτες. (…) Πρέπει να υπάρχει μια διαδικασία συνεργασίας στις προσλήψεις. Όταν προσλαμβάνουμε κάποιον, ακόμη κι αν πρόκειται να είναι στο μάρκετινγκ, τον βάζω να μιλήσει με τους ανθρώπους του σχεδιαστικού και με τους μηχανικούς. Το υπόδειγμά μου ήταν ο J. Robert Oppenheimer. Διάβασα τί είδους ανθρώπους αναζητούσε για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας. Δεν ήμουν τόσο καλός όσο αυτός, αλλά αυτό φιλοδοξούσα να κάνω».
Πριν από ένα χρόνο πέθανε ο συνιδρυτής και αφεντικό της Apple σε ηλικία 56 ετών μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.
Η μέρα του είχε 24 ώρες, και κάποιες από αυτές τις περνούσε στο κρεβάτι, κάποιες στην τουαλέτα. Βούρτσιζε τα δόντια του, έκανε ντους (παραδόξως, όχι πολύ συχνά), έτρωγε (όχι κρέας), οδηγούσε το αυτοκίνητό του, μιλούσε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Περιποιούταν το μούσι του. Καθάριζε τους
φακούς απ’ τα γυαλιά του. Έστριβε μια μπατονέτα στα αυτιά του. Έκανε πιστολάκι.
Ο Στίβεν Πολ Τζομπς πέθανε στις 5 του περασμένου Οκτώβρη στην ηλικία των 56 ετών, και η ζωή του στα πολύ βασικά πράγματα δεν διέφερε από τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στη Γη. Τα ίδια πράγματα έκανε, σαν Homo sapiens τυπικός, όπως όλοι. Αλλά σε όλα τα υπόλοιπα, στις ώρες της δραστηριότητας και της δημιουργίας, η ζωή του ήταν πολύ πολύ διαφορετική.
Πόσο διαφορετική; Αυτό ήταν το τελευταίο ερώτημα που μου είχε μείνει μετά την αναγνωστική καταιγίδα που ακολούθησε τον θάνατό του.
(Ας το σκεφτούμε αυτό λίγο: Πόσα πράγματα είχαν γραφτεί μετά το θάνατο του Τόμας Έντισον; Πόσες λέξεις ήταν οι επικήδειοι του Χένρι Φορντ; Αριθμοί πεπερασμένοι, σίγουρα –όσα γράφτηκαν σε πέντε λεπτά στο Twitter, μετά το θάνατο του Στιβ Τζομπς, ας πούμε. Χάρη στην τεχνολογία –και, εν μέρει, τον Στιβ Τζομπς- ζούμε στην άνοιξη του γραπτού λόγου και έτσι στην εποχή ετούτη μόλις συμβαίνει κάτι άξιο λόγου, μπορούμε και απολαμβάνουμε άφθονο, πλήρη, πολύπλοκο λόγο, σχεδόν δωρεάν).
Τις μέρες που μεσολάβησαν έχουμε διαβάσει ιστορίες από τη ζωή του, πώς τον θυμούνταν φίλοι, συνεργάτες και αντίπαλοι, αναλύσεις για το έργο του και ποια, τελικά, ήταν η σημασία του στην ιστορία της τεχνολογίας και της ανθρωπότητας.
Τα ‘χουμε λύσει αυτά, όσο μπορούν θέματα τέτοια να λυθούν.
Μα το ερώτημα που περισσεύει δεν απαντάται με tweets και μαρτυρίες που χωράν σε blog posts: Τί ήταν αυτό που έκανε τον Στιβ Τζομπς να είναι ο Στιβ Τζομπς κι όχι ένας blue collar εργαζόμενος στο Πάλο Άλτο;
Ο μόνος τρόπος να βρεις απάντηση σε ερωτήματα τέτοια είναι να ζήσεις τη ζωή του άλλου μέσα απ’ το πετσί του, βλέποντας μέσα από τα μάτια του και ακούγοντας όσα ακούν τ’ αυτιά του. Αυτό δεν το έχει καταφέρει ακόμα η τεχνολογία. Η επόμενη καλύτερη λύση, υποθέτω, είναι μια εξαντλητική βιογραφία 520 πυκνογραμμένων σελίδων μεγάλου μεγέθους, που προέκυψε από σαράντα συνεντεύξεις με τον ίδιο και άλλες εκατόν-πενήντα με φίλους και συνεργάτες του. Το «Steve Jobs» του Γουόλτερ Άιζακσον, που κυκλοφόρησε στις 24 Οκτωβρίου και στα Ελληνικά από τον Ψυχογιό, δε σου δίνει ξεκάθαρη απάντηση, αλλά βοηθάει να την υποπτευθείς.
Αλλά πρώτα, μια σύντομη ανακεφαλαίωση.
Στο πρόσφατο μακροσκελές βιογραφικό άρθρο του Στίβεν Λίβαϊ στο Wired, ο συγγραφέας συνοψίζει τα επιτεύγματα του Στιβ Τζομπς ως εξής: «Οι άνθρωποι που μπορούν να διεκδικήσουν την πατρότητα προϊόντων που αλλάζουν τα πάντα σε μια αγορά, που ταυτίζονται με την κουλτούρα της εποχής και γίνονται απαντήσεις σε τηλεπαιχνίδια δεκαετίες αργότερα, είναι ελάχιστοι. Ο Στιβ Τζομπς έφτιαξε έξι τέτοια προϊόντα, κάθε ένα από τα οποία θα ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει μια μεγάλη καριέρα».
Τα προϊόντα αυτά κατά σειρά ήταν:
Ο Apple II, ο πρώτος μαζικά επιτυχημένος «προσωπικός» υπολογιστής
Ο Macintosh, ο πρώτος μαζικά επιτυχημένος υπολογιστής με περιβάλλον γραφικών σαν αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Το κινηματογραφικό στούντιο Pixar, που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που κατασκευάζονται οι ταινίες κινουμένων σχεδίων.
Το iPod, το πρώτο μαζικά επιτυχημένο mp3 player, που σε συνδυασμό με το iTunes άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αγοράζουμε και ακούμε μουσική.
Το iPhone, το πιο εμβληματικό smartphone.
Το iPad, την πρώτη μαζικά επιτυχημένη φορητή συσκευή αφής, και το πρώτο βήμα για τον μετα-PC κόσμο.
Ο Στιβ Τζομπς πρόλαβε και τα έκανε όλα αυτά σε 56 χρόνια ζωής.
Καταλαβαίνω ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι, και ότι υπάρχουν άνθρωποι ταλαντούχοι και ικανοί, και άλλοι άνθρωποι όχι και τόσο έξυπνοι ή αποτελεσματικοί. Αλλά τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο διαφορετικούς από τον Στιβ Τζομπς; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν έναν άνθρωπο να εκμεταλλεύεται το χρόνο του έτσι ώστε να αλλάζει τον κόσμο (έξι φορές!), την ώρα που οι υπόλοιποι εκμεταλλευόμαστε τον ίδιο χρόνο σε μια προσπάθεια που μοιάζει να μην εξυπηρετεί τίποτα περισσότερο από τη διατήρηση της αδιάκοπης αλληλουχίας εισπνοή-εκπνοή;
Σύμφωνα με τη βιογραφία του Στιβ Τζομπς, τα μυστικά είναι τέσσερα:
1. Είσαι ιδιοφυία.
2. Περιστοιχίζεσαι από πολύ πολύ ικανούς ανθρώπους.
3. Θυσιάζεις άλλα (ακόμα και πολύ σημαντικά) στοιχεία της ανθρώπινης φύσης σου.
4. Έχεις πάντα δίκιο.
Ας τα πάρουμε ένα ένα:
1.
Ο Στιβ Τζομπς γεννήθηκε το 1955 στην Καλιφόρνια και, αμέσως μετά τη γέννησή του, υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι σκληρά εργαζόμενων και όχι πολύ μορφωμένων Αμερικανών. Τη μαμά του τη λέγαν Κλάρα, το μπαμπά του τον λέγαν Πολ. Ήταν στοργικοί γονείς, του προσέφεραν αγάπη και στήριξη και σπουδές. Ο μπαμπάς του έδειξε για πρώτη φορά τις μηχανές, και τον έκανε να εκτιμάει την αξία της λεπτομέρειας (η ιστορία με την πλάτη του ντουλαπιού που, κι ας μη την βλέπει κανείς, πρέπει να είναι από καλό ξύλο επαναλαμβάνεται τρεις φορές στο βιβλίο). Η γνώση ότι οι βιολογικοί του γονείς τον είχαν εγκαταλείψει και η ταυτόχρονη γνώση ότι είναι ξεχωριστός και σπουδαίος (και κακομαθημένος) διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του με τρόπους ίσως υπερβολικά προφανείς. Πήδηξε τάξεις στο σχολείο. Μια φορά, μαζί με το φίλο του τον Στιβ Γουόζνιακ και την κοπέλα του την Κρίσαν Μπρέναν δούλεψαν σε ένα εμπορικό κέντρο φορώντας στολές κλόουν.(Το βιβλίο, όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι γεμάτο με ανέκδοτες ή ελάχιστα γνωστές μικρές ιστορίες. Να μια, που δείχνει πόσο μικρός είναι ο κόσμος και πόσο ασήμαντοι οι άνθρωποι:
Η συγγραφέας Μόνα Σίμπσον, αδερφή του Τζομπς από τη μάνα που τον έδωσε για υιοθεσία, προσπάθησε σε μεγάλη ηλικία να εντοπίσει τον πατέρα τους. Τον βρήκε σε ένα εστιατόριο στο Σακραμέντο. Τον έλεγαν Αμπντουλφατάχ Τζαντάλι και, στη συνάντησή του μαζί της, της διηγήθηκε ιστορίες από τα προηγούμενα εστιατόρια που είχε δουλέψει. Σε ένα από αυτά, το αγαπημένο του, ένα εστιατόριο στο Σαν Χοσέ με μεσογειακή κουζίνα, «έρχονταν όλοι οι επιτυχημένοι από το χώρο της τεχνολογίας», της είπε. «Ακόμα και ο Στιβ Τζομπς!»
Δεν είχε ιδέα ότι ο Στιβ Τζομπς ήταν γιος του.)
Ο Στιβ Τζομπς ήταν ένας απίστευτα δύσκολος και περίεργος άνθρωπος, μα ήταν χωρίς καμία αμφιβολία έξυπνος και ικανός. Το πώς οι εμπειρίες του σφυρηλάτησαν το μετέπειτα χαρακτήρα του μπορεί να ερμηνευτεί (πιθανότατα λανθασμένα) από την ποπ-ψυχολογία της στιγμής. Ο ίδιος ήταν σίγουρος ότι αν δεν άρχιζε να πουλάει κομπιούτερ θα κατέληγε στη φυλακή. Μα θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε χάρη στην επιλεκτική εξωστρέφεια της διάνοιάς του. Όπως είπε η νέμεσή του, ο Μπιλ Γκέιτς, «Ο Στιβ ποτέ δεν ήξερε πολλά πράγματα για την τεχνολογία, αλλά είχε ένα απίστευτο ένστικτο που του έλεγε τι λειτουργεί και τί όχι».
Κι αυτό, παραδόξως, ήταν το λιγότερο σημαντικό απ’ όλα.
2.
Ο Στιβ Τζομπς δεν ήταν προγραμματιστής. Ήξερε κάποια πράγματα από ηλεκτρονικά, αλλά όχι τίποτα σπουδαίο. Δεν ήταν designer, δεν έφτιαχνε προϊόντα, δεν έγραφε κώδικα. Από ολόκληρη τη διαδικασία κατασκευής ενός ηλεκτρονικού μηχανήματος, δεν ήξερε να κάνει σχεδόν τίποτα.
Δεν χρειάστηκε ποτέ.
Είχε άλλους να του τα φτιάχνουν –αυτός μόνο επέβλεπε κι επέβαλλε.
«Για τα περισσότερα πράγματα στη ζωή», είπε στο συγγραφέα, «η διαφορά ανάμεσα στο καλύτερο και στον μέσο όρο είναι 30% περίπου. Η καλύτερη αεροπορική πτήση, το καλύτερο γεύμα, μπορεί να είναι 30% καλύτερο από τον μέσο όρο. Εκείνο που είδα στον Woz (σ.σ. Στιβ Γουόζνιακ, ο μηχανικός που έφτιαξε τον Apple I στο γκαράζ του Τζομπς) ήταν έναν άνθρωπο που ήταν πενήντα φορές καλύτερος από το μέσο μηχανικό. (…) Η ομάδα του Mac ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ολόκληρη ομάδα αυτού του επιπέδου, με πρώτους παίχτες. Πολλοί είπαν ότι δεν θα τα πήγαιναν καλά, ότι δεν τους άρεσε να συνεργάζονται μεταξύ τους. Όμως εγώ κατάλαβα ότι οι πρώτοι παίχτες προτιμούν να δουλεύουν με πρώτους παίχτες, και δεν τους αρέσει να δουλεύουν με τρίτους παίχτες. Στην Pixar είχαμε μια ολόκληρη εταιρία με πρώτους παίχτες. (…) Πρέπει να υπάρχει μια διαδικασία συνεργασίας στις προσλήψεις. Όταν προσλαμβάνουμε κάποιον, ακόμη κι αν πρόκειται να είναι στο μάρκετινγκ, τον βάζω να μιλήσει με τους ανθρώπους του σχεδιαστικού και με τους μηχανικούς. Το υπόδειγμά μου ήταν ο J. Robert Oppenheimer. Διάβασα τί είδους ανθρώπους αναζητούσε για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας. Δεν ήμουν τόσο καλός όσο αυτός, αλλά αυτό φιλοδοξούσα να κάνω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου