Άθροιση δυνάμεων και γοργό βηματισμό στις διαρθρωτικές
αλλαγές, οι οποίες «έχουν μείνει σχεδόν στάσιμες», με κύριους στόχους την
είσπραξη των φόρων, τη μείωση της γραφειοκρατίας και το δραστικό περιορισμό του
κράτους, ο οποίος δεν γίνεται «χωρίς να κάνουμε απολύσεις στον ευρύτερο δημόσιο
τομέα» ζήτησε ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, κατά την
παρουσίαση
του βιβλίου Μπροστά από την εποχή της. Η κυβέρνηση της ΝΔ
1990-1993 (Εκδόσεις Εστία).Παράλληλα, ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ μίλησε για την ανάγκη «βαθιάς συνταγματικής μεταρρύθμισης», αρχής γενομένης από το να δικάζονται και οι πολιτικοί όπως οι απλοί πολίτες, προσθέτοντας ότι «η σημερινή Βουλή, με την Ευρωπαϊκή πλειοψηφία που διαθέτει, μπορεί και πρέπει να διαρκέσει τέσσερα χρόνια».
Ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ εκτίμησε ότι κλειδιά για την επίλυση των σημερινών προβλημάτων είναι ειλικρίνεια και αξιοπιστία και ζήτησε «να ομολογήσει ο πολιτικός κόσμος όχι μόνο ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας με δανεικά -αυτό το γνωρίζουν πλέον όλοι- αλλά και ότι από αυτή την υπόθεση, μέσω της διάχυσης του πλούτου, επωφελήθηκε το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού». Να πει «ότι από εδώ και πέρα τα δανεικά τελείωσαν. Είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να ζήσουμε με αυτά που έχουμε και να πληρώνουμε στο εξωτερικό» τόκους και χρεολύσια.
«Για την επιβίωση του λαού και την πρόοδο της χώρας μπροστά μας ανοίγεται συνεπώς ένας μονόδρομος. Η χώρα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική. Οι διαρθρωτικές αλλαγές, που εμείς κατεξοχήν προχωρήσαμε στην περίοδο εκείνη, τώρα έχουν μείνει σχεδόν στάσιμες» είπε ο κ. Μητσοτάκης.
«Πρώτιστο μέλημά μας είναι να εισπράξουμε τους φόρους που σήμερα διαφεύγουν. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Είναι κρίσιμο να προχωρήσουν ταυτόχρονα ο δραστικός περιορισμός του κράτους και η μείωση της γραφειοκρατίας. Και δεν είναι σοβαρό να λέμε ότι θα κάνουμε εξυγίανση του δημοσίου χωρίς να κάνουμε απολύσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν γίνεται μικρότερο κράτος χωρίς λιγότερους υπαλλήλους. Αν τα κάνουμε αυτά, είμαι αισιόδοξος ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε».
«Η σημερινή Βουλή, με την Ευρωπαϊκή πλειοψηφία που διαθέτει, μπορεί και πρέπει να διαρκέσει τέσσερα χρόνια. Άλλωστε αυτό προβλέπεται από το Σύνταγμα. Είναι προσωπική η ευθύνη των βουλευτών που την απαρτίζουν να ψηφίζουν και να στηρίζουν στο διάστημα αυτό φιλοευρωπαϊκές επιλογές και κυβερνήσεις» πρόσθεσε.
«Ευθύνη της κυβέρνησης δεν είναι μόνο να υλοποιήσει το πρόγραμμα που συμφώνησε με την τρόικα. Πρέπει να αντιμετωπίζει και την καθημερινότητα. Να μην αφήνει τα προβλήματα να σωρεύονται αλλά αποφασιστικά να δίνει μάχη για να λύνονται. Ο ιδιωτικός τομέας παλεύει απεγνωσμένα. Τον πνίγει, ίσως περισσότερο από ποτέ, η γραφειοκρατία. Έχει ανάγκη, από κάθε είδους, στο πλαίσιο του δικαίου, στήριξης» είπε.
Διέκρινε επίσης δύο «παρήγορα μηνύματα»: ότι ο ελληνικός λαός έχει φανεί, στη διάρκεια της κρίσης αυτής, ωριμότερος από τις κάθε είδους ηγεσίες του, όπως είπε, και ότι έχει επιδείξει μεγάλη ευαισθησία και αλληλεγγύη έναντι εκείνων που έχουν ανάγκη.
«Πάνω από όλα όμως πρέπει όλοι μας να σεβαστούμε τη δημοκρατική νομιμότητα. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το νόμο της Δημοκρατίας. Δεν είναι μόνο οι παράνομες απεργίες, οι βίαιες διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και το κύμα των παράνομων μεταναστών που μετατρέπουν το κέντρο της Αθήνας σε γκέτο. Θανάσιμο πλήγμα για την οικονομία είναι η επίθεση μασκοφόρων στη Χαλκιδική αλλά και το σύνθημα "δεν πληρώνω". Ακόμη και οι αγρότες, που δεν έχουν δώσει ακραία μορφή στις κινητοποιήσεις τους, βλάπτουν την εικόνα της χώρας σε μια κατεξοχήν ακατάλληλη στιγμή, που προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε αξιοπιστία και εμπιστοσύνη».
«Το πρωτόγνωρο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, σε μία χώρα που ποτέ ο φασισμός δεν έβγαλε ρίζες, είναι ένα φαινόμενο που δεν επιτρέπεται να υποτιμήσουμε. Είναι βέβαιο ότι –κατά μεγάλο μέρος- οφείλεται στην ασυδοσία της Αριστεράς, που επικρατούσε επί πολλά χρόνια. Αυτή έδωσε το κακό παράδειγμα της ασέβειας στο νόμο της Δημοκρατίας. Το ΚΚΕ, και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι πάντες πρέπει να καταλάβουν. Η δημοκρατική νομιμότητα είναι μονόδρομος».
Με τους ρυθμούς που βαδίζουμε σήμερα η χώρα δεν θα βουλιάξει αλλά η ανάκαμψη θα αργήσει πολύ να έρθει. Χρειαζόμαστε λοιπόν μεγαλύτερη ταχύτητα, δεν έχουμε το δικαίωμα να χάσουμε ούτε μία μέρα. Χρειαζόμαστε άθροιση δυνάμεων και ένα ελάχιστο εθνικής ομοψυχίας. Πρέπει να δώσουμε τη μάχη μαζί, χωρίς αντεγκλήσεις, χωρίς να μας απασχολούν θέματα που δεν έχουν ουσία. Κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις του έθνους.
Ταυτόχρονα στο θεσμικό επίπεδο είναι απόλυτα αναγκαίο να προχωρήσουμε πλέον στην αναθεώρηση του Συντάγματος, με πρώτη αναθεωρητέα διάταξη την απόφαση να δικάζονται και οι πολιτικοί όπως οι απλοί πολίτες. Χωρίς μια βαθιά συνταγματική μεταρρύθμιση που να ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα της χώρας, η όποια προσπάθεια θα είναι ημιτελής και ατελέσφορη.
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη
Το βιβλίο, στο οποίο γίνεται αποτίμηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, υπογράφεται από συντακτική επιτροπή, επικεφαλής της οποίας είναι ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, ενώ τον πρόλογο υπογράφει ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
«Η περίοδος της κυβέρνησης του 1990-93 είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη.
Δεν είναι όμως μόνο η αμείλικτη δύναμη της λήθης που το εξηγεί αυτό. Η περίοδος
αυτή είναι και ηθελημένα ξεχασμένη. Ίσως και από αίσθημα ενοχής» είπε ο
Κ.Μητσοτάκης.
Ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «πριν 30 χρόνια, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, στις αρχές της δεκαετίας του 80, έγινε η μοιραία επιλογή της βελτίωσης του επιπέδου της ζωής του λαού, μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους», πολιτική που, όπως είπε, συνεχίστηκε επί δεκαετίες και μας έφερε στη σημερινή κρίση.
Όπως είπε «η πρώτη προειδοποίηση του τι επρόκειτο να ακολουθήσει ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 80», όταν η χώρα έφτασε στα όρια της πτώχευσης. «Τότε ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου -ο οποίος ό,τι κι αν έκανε εγνώριζε πάντως καλά τα θέματα της οικονομίας- αντελήφθη ότι έχει ξεπεράσει κάθε όριο και επιχείρησε να μαζέψει τα πράγματα διορίζοντας τον Κώστα Σημίτη υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Η νοοτροπία όμως με την οποία είχε εμποτίσει τους οπαδούς του υπερνίκησε τη λογική, η πολιτική του "Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα", επικράτησε, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε προειδοποιώντας ότι η οικονομία εκδικείται και τελικά όταν ήρθε στην εξουσία η κυβέρνησή της ΝΔ, τον Απρίλιο του 1990, η Ελλάς είχε ουσιαστικά πτωχεύσει».
«Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε τότε είχε εντούτοις ένα μοναδικό πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι στη διάρκεια των τριών εκλογικών αναμετρήσεων που είχαν μεσολαβήσει, δεν είχα δώσει καμία υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Είχα πει την αλήθεια μερικές φορές μέχρις ωμότητος. Και είχα προετοιμάσει κατά το δυνατόν τον κόσμο για τον ανηφορικό δρόμο που καλούμαστε να ακολουθήσουμε».
Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε την προσπάθεια εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού που επιχειρήθηκε τότε «πρωτοποριακή σε ευρωπαϊκό επίπεδο». «Μετά την πτώση της κυβέρνησης εκείνης, η Ελλάδα δεν ξαναβρήκε στην πραγματικότητα το δρόμο της. Με την εξαίρεση της μισής προσπάθειας που έκανε ο κ. Σημίτης, στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας του μέχρι να εξασφαλίσει την είσοδο στην ΟΝΕ, στηριζόμενος κυρίως πάνω στα δικά μας επιτεύγματα και πολιτικές».
«Και η δική μας κυβέρνηση του 1990-1993 ασφαλώς είχε αδυναμίες. Και καθυστερήσεις σημειώθηκαν και οι προτεραιότητες που δόθηκαν δεν ήταν πάντα οι σωστότερες. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι προσπαθήσαμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα και ότι δεν κοροϊδέψαμε το λαό.
Ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «πριν 30 χρόνια, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, στις αρχές της δεκαετίας του 80, έγινε η μοιραία επιλογή της βελτίωσης του επιπέδου της ζωής του λαού, μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους», πολιτική που, όπως είπε, συνεχίστηκε επί δεκαετίες και μας έφερε στη σημερινή κρίση.
Όπως είπε «η πρώτη προειδοποίηση του τι επρόκειτο να ακολουθήσει ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 80», όταν η χώρα έφτασε στα όρια της πτώχευσης. «Τότε ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου -ο οποίος ό,τι κι αν έκανε εγνώριζε πάντως καλά τα θέματα της οικονομίας- αντελήφθη ότι έχει ξεπεράσει κάθε όριο και επιχείρησε να μαζέψει τα πράγματα διορίζοντας τον Κώστα Σημίτη υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Η νοοτροπία όμως με την οποία είχε εμποτίσει τους οπαδούς του υπερνίκησε τη λογική, η πολιτική του "Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα", επικράτησε, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε προειδοποιώντας ότι η οικονομία εκδικείται και τελικά όταν ήρθε στην εξουσία η κυβέρνησή της ΝΔ, τον Απρίλιο του 1990, η Ελλάς είχε ουσιαστικά πτωχεύσει».
«Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε τότε είχε εντούτοις ένα μοναδικό πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι στη διάρκεια των τριών εκλογικών αναμετρήσεων που είχαν μεσολαβήσει, δεν είχα δώσει καμία υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Είχα πει την αλήθεια μερικές φορές μέχρις ωμότητος. Και είχα προετοιμάσει κατά το δυνατόν τον κόσμο για τον ανηφορικό δρόμο που καλούμαστε να ακολουθήσουμε».
Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε την προσπάθεια εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού που επιχειρήθηκε τότε «πρωτοποριακή σε ευρωπαϊκό επίπεδο». «Μετά την πτώση της κυβέρνησης εκείνης, η Ελλάδα δεν ξαναβρήκε στην πραγματικότητα το δρόμο της. Με την εξαίρεση της μισής προσπάθειας που έκανε ο κ. Σημίτης, στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας του μέχρι να εξασφαλίσει την είσοδο στην ΟΝΕ, στηριζόμενος κυρίως πάνω στα δικά μας επιτεύγματα και πολιτικές».
«Και η δική μας κυβέρνηση του 1990-1993 ασφαλώς είχε αδυναμίες. Και καθυστερήσεις σημειώθηκαν και οι προτεραιότητες που δόθηκαν δεν ήταν πάντα οι σωστότερες. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι προσπαθήσαμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα και ότι δεν κοροϊδέψαμε το λαό.
Οι δύο αυτές λέξεις, ειλικρίνεια και αξιοπιστία, είναι το
κλειδί για να λύσουμε και σήμερα τα προβλήματά μας» συμπλήρωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου