Ό Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έχει γράψει πολλά ποιήματα για
την Επανάσταση του 1821. Σε αυτό εδώ, εξυμνεί τον Κανάρη:
την Επανάσταση του 1821. Σε αυτό εδώ, εξυμνεί τον Κανάρη:
Τη νύχτα που παράδερνες μ' ένα δαυλί 'ς το χέρι
Κ' εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ' έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Τη ματωμένη επλεύρονες, Κανάρη, ναυαρχίδα,
Αν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Μέσα 'ς τη μαύρη τη σπηληά του Καραλή του σκύλου,
Κανένας μάντις σώλεγε ότι θα νά 'λθη ώρα
Να ιδής, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρευ' ετοιμοθάνατη, ― ότ' ήθελες φωτίσει
Μ' αυτό τ' αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση,
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
Και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλη,
Κανάρη, 'ς τ' απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ' η χάρη
Να ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ' ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν' αναβράνε
Μέσ' απ' τα φυλλοκάρδια του κι' αθάνατα θα νά 'ναι,
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός 'ς τα λείψανά σου
Να σε φιλήση εγκαρδιακά, Κανάρη, ο Βασιλειάς σου, ―
Αν ένας μάντις τά 'λεγε ποιός ήθε' τον πιστέψει;…
Μόνος εσύ, πού γνώριζες ότ' είχανε φυτέψει
Βαθειά, βαθειά 'ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
Την πίστη την ακλόνητη 'ς του έθνους σου την τύχη…
Αυτή, Κανάρη, σώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
Κ' έδωσε 'ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη…
Σήμερα ποιός την έχει;…
Κ' εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ' έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Τη ματωμένη επλεύρονες, Κανάρη, ναυαρχίδα,
Αν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Μέσα 'ς τη μαύρη τη σπηληά του Καραλή του σκύλου,
Κανένας μάντις σώλεγε ότι θα νά 'λθη ώρα
Να ιδής, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρευ' ετοιμοθάνατη, ― ότ' ήθελες φωτίσει
Μ' αυτό τ' αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση,
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
Και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλη,
Κανάρη, 'ς τ' απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ' η χάρη
Να ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ' ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν' αναβράνε
Μέσ' απ' τα φυλλοκάρδια του κι' αθάνατα θα νά 'ναι,
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός 'ς τα λείψανά σου
Να σε φιλήση εγκαρδιακά, Κανάρη, ο Βασιλειάς σου, ―
Αν ένας μάντις τά 'λεγε ποιός ήθε' τον πιστέψει;…
Μόνος εσύ, πού γνώριζες ότ' είχανε φυτέψει
Βαθειά, βαθειά 'ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
Την πίστη την ακλόνητη 'ς του έθνους σου την τύχη…
Αυτή, Κανάρη, σώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
Κ' έδωσε 'ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη…
Σήμερα ποιός την έχει;…
Αχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ' είδ' ακόμα
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον 'ς το φτωχικό σου στρώμα
Σαν κοιμισμένη θάλασσα 'ςε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ' ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγγρίση φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…
Έγυρα τότ' εφίλησα τ' ανδρεία σου, Κανάρη,
Τα λιοκαμμένα δάχτυλα κ' ένοιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ' έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Μου τίμησες το μέτωπο μ' ένα θερμό φιλί σου
Και μού 'πες, λειονταρόκαρδε, ―«Μην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον 'ς το φτωχικό σου στρώμα
Σαν κοιμισμένη θάλασσα 'ςε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ' ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγγρίση φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…
Έγυρα τότ' εφίλησα τ' ανδρεία σου, Κανάρη,
Τα λιοκαμμένα δάχτυλα κ' ένοιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ' έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Μου τίμησες το μέτωπο μ' ένα θερμό φιλί σου
Και μού 'πες, λειονταρόκαρδε, ―«Μην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».
Κι' απέθανες! κ' εσβύστηκες!… Τα ριζιμιά, οι βράχοι
Δε σκιάζονται γεράματα και 'ς του βουνού τη ράχη
Ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Και μάχεται με τα στοιχειά… Και συ και συ, Κανάρη,
Πού 'λθες 'ς τη γη θεόχτιστος κι' όπ' όταν εθεωρούσε
Το χιόνι 'ς το κεφάλι σου κανείς π' ασπροβολούσε,
Επίστευεν ότ' έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Με την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Εσύ σωριάζεσαι με μιας;… Μέσα 'ς τα χώματά σου
Θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;…
Δε σκιάζονται γεράματα και 'ς του βουνού τη ράχη
Ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Και μάχεται με τα στοιχειά… Και συ και συ, Κανάρη,
Πού 'λθες 'ς τη γη θεόχτιστος κι' όπ' όταν εθεωρούσε
Το χιόνι 'ς το κεφάλι σου κανείς π' ασπροβολούσε,
Επίστευεν ότ' έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Με την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Εσύ σωριάζεσαι με μιας;… Μέσα 'ς τα χώματά σου
Θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;…
Κατάρ' ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
Νά 'ν' οι νεκροί μας άφθαρτοι, νά 'ν' η ζωή μας στείρα.
Νά 'ν' οι νεκροί μας άφθαρτοι, νά 'ν' η ζωή μας στείρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου