Γράφουν οι Χριστίνα Ιωάννου και Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
«Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος;» Αυτό ήταν το ρητορικό ερώτημα του Χαρίλαου Τρικούπη, όταν στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» το άρθρο του «Τις πταίει». Το ερώτημα παραμένει διαχρονικό και μπορεί να τεθεί και στην παρούσα τραγική κατάσταση της κυπριακής οικονομίας. Η Κυβέρνηση Δημήτρη Χριστόφια ανέλαβε την
Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2008. Το 2007 ήταν ένα έτος με εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και αξιόλογους μακροοικονομικούς δείκτες, με μοναδική εξαίρεση το ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Υπήρξε δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1.5%, δημόσιο χρέος κάτω του 60% (εξαιρούμενου του ενδοκυβερνητικού), πληθωρισμός 2.2%, ανεργία μόλις 3.9% και κατά κεφαλή εισόδημα στο 92% του μέσου κοινοτικού όρου σε μονάδες αγοραστικής αξίας. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παρέμενε σε υψηλά επίπεδα στο 4.4% για το 2007 έναντι 3.8% για το 2006. Πέντε χρόνια μετά, με την λήξη της θητείας του προέδρου Χριστόφια, η κυπριακή οικονομία βρίσκεται στον αναπνευστήρα. Τα αίτια της κρίσης σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην πολιτική αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης από την κυπριακή κυβέρνηση. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2008, ο πρόεδρος Χριστόφιας υποσχέθηκε την διενέργεια επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής μέσω κοινωνικών παροχών, η οποία να ανέρχεται σε τρία δισεκατομμύρια ευρώ κατά την διάρκεια της πενταετούς του θητείας (δηλαδή περί τα 600 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος), ποσοστό αντίστοιχο του 33.5% του κυπριακού ΑΕΠ. Ο νέος πρόεδρος επέκρινε προεκλογικά την απερχόμενη κυβέρνηση Παπαδόπουλου για ακατανόητη έλλειψη «γενναιοδωρίας» σε κοινωνικές παροχές ως προς την οικονομική της πολιτική και αρνήθηκε ότι υπήρχε ανάγκη για συγκράτηση των δαπανών ενόψει της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Δεσμεύθηκε, επίσης, πως δεν θα επιβάλλονταν νέες φορολογίες ως αντιστάθμισμα των παροχών. Η προεκλογική πλειοδοσία σε εξαγγελίες αναμφίβολα υπερέβαινε τις δυνατότητες της κυπριακής οικονομίας. Αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή της, η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε την παροχή πασχαλινού επιδόματος συνολικού ύψους περί τα 33 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο θα διδόταν χωρίς σαφή εισοδηματικά κριτήρια.
Εντούτοις, ήδη από τον Απρίλιο 2008, αναλυτές προειδοποιούσαν πως το μικρό μέγεθος και η ανοικτή οικονομία της Κύπρου την καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτη στην διεθνή οικονομική κρίση [1] και καλούσαν για ορθολογική και περιορισμένη χρήση των κρατικών δαπανών και στενή παρακολούθηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Προειδοποιούσαν δε πως η υλοποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών θα μπορούσε να δυναμιτίσει τα θεμέλια της κυπριακής οικονομίας. O αμερικανικός επενδυτικός οίκος Moody’s προειδοποίησε με έκθεσή του, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε απόκλιση από τους δημοσιονομικούς δείκτες θα οδηγούσε σε χαμηλότερη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρομοίως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αξιολόγηση του Προγράμματος Σταθερότητας της Κύπρου για τα έτη 2007-2011 υπέδειξε με έμφαση ότι η κυπριακή κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσει να συγκρατήσει το δημόσιο χρέος, αναμορφώνοντας ιδιαίτερα το συνταξιοδοτικό σύστημα και προχωρώντας σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας.
Η αντίδραση της κυβέρνησης στις προειδοποιήσεις υπήρξε εξ αρχής αμυντική, εστιάζοντας στην πεποίθηση ότι η διεθνής κρίση δεν θα αγγίξει την κυπριακή οικονομία, διότι αυτή στηρίζεται σε στέρεα θεμέλια. Η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση υπήρξε οπωσδήποτε οικονομικά ανεδαφική, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η κυπριακή οικονομία στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα, τομέα που εκ φύσεως είναι εξαρτώμενος από τις επιδράσεις των διεθνών αγορών. Από το πρώτο τετράμηνο του 2008 παρατηρήθηκε ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθωρισμού λόγω των εξωτερικών δυσμενών επιδράσεων, αλλά και της ανυπαρξίας σοβαρής κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Σημάδια φανέρωναν μείωση των εσόδων από τον τουρισμό, τα οποία κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Μαϊου 2008 σημείωσαν μείωση 5.7% συγκριτικά προς την αντίστοιχη περίοδο του 2007 και αυτό παρά το γεγονός ότι υπήρχε σημαντική αύξηση στον αριθμό των τουριστών, γεγονός που φανέρωνε μια φθίνουσα μεταβολή τής κατά κεφαλή δαπάνης των τουριστών. Ο πληθωρισμός ανήλθε στο 4.6% τον Μάιο του 2008 σε σύγκριση με 1.9% του αντίστοιχου μήνα του 2007, πληθωριστικές πιέσεις που ενισχύονταν λόγω του αυξημένου εγχώριου δανεισμού.
Αντί για χάραξη οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση επέλεξε σπασμωδικές κινήσεις, όπως την ανατροπή της συμφωνίας δεκατριών σημείων που είχε συνομολογηθεί μεταξύ της Εκκλησίας και της κυβέρνησης Παπαδόπουλου στη βάση της οποίας η Εκκλησία θα αναλάμβανε άμεσα την υποχρέωση καταβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών, γεγονός που θα είχε ως συνέπεια άμεσα έσοδα για το κράτος. Η συμφωνία τελικά υπεγράφη ετεροχρονισμένα τρία χρόνια αργότερα. Άλλη ενέργεια αφορούσε την προσπάθεια για εκποίηση μέρους των κρατικών αποθεμάτων χρυσού με το επιχείρημα ότι με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ευρωζώνη είχε μειωθεί η ανάγκη διατήρησης αποθεμάτων χρυσού. Η πρόταση απορρίφθηκε ορθά από τον τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Αθανάσιο Ορφανίδη. Το κυβερνητικό επιχείρημα ήταν ιδιαίτερα προβληματικό, ενόψει του ότι το απόθεμα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας ανερχόταν σε μόλις 28.7% του συνολικού ποσοστού των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, έναντι 58.7% του αντίστοιχου ποσοστού της ευρωζώνης.
Η κυβερνητική πολιτική στηρίχθηκε κατά την κρίσιμη περίοδο 2008-2010 αποκλειστικά στην συνεχή αύξηση των εσόδων και όχι στην μείωση ή συγκράτηση των δημοσίων δαπανών. Η δυνατότητα αύξησης των εσόδων, όμως, είχε υποχρεωτικά όρια, ενόψει και της μείωσης των εσόδων από τις αγοραπωλησίες στον τομέα των ακινήτων. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσα από την φορολόγηση των αυξημένων καταναλωτικών δαπανών είχε εξάλλου ως πηγή την υπέρμετρη έκθεση των πολιτών σε τραπεζικό δανεισμό και συνέτεινε στην επιδείνωση των τραπεζικών προβλημάτων. Δεν έγινε η επεξεργασία ενός νέου αναπτυξιακού σχεδίου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τομείς της οικονομίας που διέρχονταν κάμψη, όπως των ακινήτων και του τουρισμού, ούτε και στηρίχθηκε όσο θα έπρεπε ο ζωτικός για την Κύπρο τομέας της επένδυσης ξένων κεφαλαίων μέσω κυπριακών εταιρειών που να έχουν αλλοδαπούς ως μετόχους. Η δυστοκία στην επίλυση χρόνιων προβλημάτων του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και η ιδεολογικής φύσης αντίθεση της κυβέρνησης στην προώθηση και φορολόγηση νέων μορφών υπηρεσιών, όπως του ηλεκτρονικού τζόγου, είχε ως συνέπεια την σταδιακή υπαναχώρηση της κυπριακής ανταγωνιστικότητας στον τομέα των εταιρειών έναντι άλλων κρατών της ΕΕ, όπως η Μάλτα. Ούτε και υπήρξε προσπάθεια αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων της κυπριακής οικονομίας, μέσω αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, της στοχευμένης εισαγωγής κινήτρων, της ανανέωσης των μεθόδων παραγωγής, της επαναξιολόγησης της πολιτικής ως προς τους μισθούς και την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή. Η οικονομική προσέγγιση υπήρξε επομένως βραχύπνοη και επιφανειακή χωρίς όραμα και τόλμη για αντιμετώπιση της επερχόμενης κρίσης.
Με την έναρξη του 2009 κατέστη εμφανές ότι η μείωση των καταθέσεων εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης οδήγησε σε προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών που επέφεραν μείωση των δανείων και αύξηση των παραχωρούμενων εξασφαλίσεων. Ο περιορισμός στην προσφορά δανείων οδήγησε εκ των πραγμάτων σε περιορισμό των δαπανών στην πραγματική οικονομία, μέσα από την μείωση του κύκλου εργασιών των κυπριακών εταιρειών και του περιορισμού των δαπανών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προέβη στην ανακοίνωση μιας ένεσης ρευστότητας ύψους 1.4 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω κρατικών χρεογράφων προς τις εμπορικές τράπεζες και τα συνεργατικά ιδρύματα, με στόχο την τόνωση του τραπεζικού συστήματος και την μείωση των δανειστικών επιτοκίων. Ορθά, όμως, υποδείχθηκε πως το σχέδιο θα προσέφερε βραχυπρόθεσμη και μόνο ρευστότητα στις τράπεζες χωρίς να διασφαλίζει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη προοπτική. Στην πράξη, εξάλλου, τα δανειστικά επιτόκια παρέμειναν εξαιρετικά υψηλά με δυσμενείς επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής των προϊόντων και στην ανταγωνιστικότητα των υπηρεσιών και της οικονομίας. Είναι σαφές πως το τραπεζικό σύστημα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες δανειοδότησης των κυπριακών επιχειρήσεων, γεγονός που οδήγησε σε έντονες προειδοποιήσεις των επιχειρηματικών φορέων ήδη από τις αρχές του 2009 για δραματικές επιπτώσεις, όπως την αναστολή ή τον περιορισμό των εργασιών των επιχειρήσεων, ως και τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων. Οι προειδοποιήσεις απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση ως αβάσιμες, παρά το γεγονός ότι σύντομα έγιναν πραγματικότητα.
Κατά την ανακοίνωση του πακέτου στήριξης της κυπριακής οικονομίας ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ προς τον τομέα των κατασκευών και του τουρισμού τον Φεβρουάριο του 2009, ο πρόεδρος Χριστόφιας υπογράμμισε πως η κυπριακή οικονομία θα επηρεαζόταν σε μικρότερο βαθμό συγκρινόμενη με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης από την διεθνή οικονομική κρίση και ότι η κυβέρνηση είχε σχέδιο αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης. Αντίθετα, στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί των οικονομικών προβλέψεων για την ευρωζώνη για το 2009-2010 επισημαίνονταν οι κίνδυνοι για τα κυπριακά δημόσια οικονομικά. Οι αποκλίσεις από τον κυβερνητικό προϋπολογισμό του 2009 σε σύγκριση προς την πραγματική οικονομία υπήρξαν δραματικές, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να ανέρχεται στο 6.1% αντί του προϋπολογισθέντος πλεονάσματος 0.7%, την ανεργία να ανέρχεται στο 6.9% έναντι 4.5%, τα προϋπολογισθέντα έσοδα να μειώνονται κατά 600 εκατομμύρια ευρώ και τις δαπάνες να αυξάνονται κατά 400 εκατομμύρια ευρώ. Κατά το 2009 αυξήθηκαν οι μόνιμες θέσεις κατά 1060, παρά την ύπαρξη πλεονασμού στη δημόσια υπηρεσία, ενέργεια που αύξησε τις ετήσιες δημόσιες δαπάνες κατά 50 εκατομμύρια ευρώ. Το πασχαλινό επίδομα χωρίς εισοδηματικά κριτήρια παραχωρήθηκε εκ νέου το 2009, δηλαδή άλλα 35 εκατομμύρια ευρώ.
Παρά τα ανωτέρω, ο τότε υπουργός Οικονομικών Χαρίλαος Σταυράκης προέβη σε επίσημη δήλωση σύμφωνα με την οποία ο ρόλος του Υπουργείου Οικονομικών είναι να δημιουργεί αισιοδοξία ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τον καταναλωτή, «χωρίς να έχει σημασία κατά πόσο οι προβλέψεις επαληθεύονται». Η προσέγγιση αυτή, αποτύπωση της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής υπήρξε καταφανώς οικονομικά αντιεπιστημονική, εφόσον ο κρατικός προϋπολογισμός καθορίζεται στη βάση οικονομικών προβλέψεων και στη βάση αυτών καθορίζεται η συμπεριφορά του επενδυτικού κοινού, τα έσοδα και οι δαπάνες, αλλά και η αξιοπιστία μιας οικονομίας. Παρομοίως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωσε επισήμως πως δεν θα ήταν σημαντική εξέλιξη αν η ΕΕ έθετε την Κυπριακή Δημοκρατία υπό δημοσιονομική επιτήρηση σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου για περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω του 3% μέχρι το τέλος του 2009. Τελικά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν πέτυχε τον στόχο και τέθηκε υπό δημοσιονομική επιτήρηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατηγόρησε τους διεθνείς οίκους για σκοπιμότητες στην αξιολόγηση της κυπριακής οικονομίας και τόνισε πως κανένας δεν λαμβάνει υπόψη τους διεθνείς οίκους. Δηλώσεις που παραγνώριζαν το αυτονόητο γεγονός πως οι αξιολογήσεις των διεθνών οίκων καθορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα ενός κράτους και το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών.
Την ίδια στιγμή το κυπριακό θεσμικό πλαίσιο άφησε ανεξέλεγκτες ορισμένες μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών να αυξάνουν δραματικά τις πιστώσεις στις πληρωμές των τιμολογίων των προμηθευτών στους εννέα μήνες μετά την παράδοση των προϊόντων, κάτι που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια τους προμηθευτές σε οικονομικό στραγγαλισμό, εφόσον αντιμετώπισαν σοβαρή έλλειψη ρευστότητας και αδυναμία στην εκπλήρωση των δικών τους τρεχουσών υποχρεώσεων με αλυσιδωτές συνέπειες στην πραγματική οικονομία. Ουσιαστικά, οι υπεραγορές εισέπρατταν άμεσα τα λεφτά από τους καταναλωτές χωρίς να καταβάλλουν τα αντίστοιχα ποσά στους προμηθευτές για περίοδο σχεδόν ενός έτους, χρησιμοποιώντας την μέθοδο των μεταχρονολογημένων επιταγών και χωρίς οι ίδιες να αξιοποιούν την ρευστότητα, εφόσον δανείζονταν από τις τράπεζες για τις δικές τους επενδύσεις. Παρόμοια φαινόμενα είχαν καταστήσει αδύνατη τη λειτουργία της πραγματικής αγοράς, με ιδιαίτερη ένταση ήδη από το 2009, χωρίς η κυβέρνηση ή η, ουσιαστικά ανύπαρκτη, Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού, να παρέμβουν. Η επίσημη ανακοίνωση στο τέλος του 2012 ότι η υπεραγορά Ορφανίδης δεν μπορεί να εξοφλήσει τις, ανερχόμενες σε πέραν των 150 εκατομμυρίων, υποχρεώσεις της έναντι του τραπεζικού δανεισμού και των προμηθευτών της, ήλθε ως επιβεβαίωση μιας μακράς πορείας κυβερνητικής αδράνειας.
Ο αποκλεισμός της Κύπρου από τις διεθνείς αγορές χρηματοδότησης στο δεύτερο μισό του 2011, σε συνδυασμό με την καταστροφική έκρηξη στην Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» τον Ιούλιο του 2011, κατέστησαν ουσιαστικά αδύνατη την οικονομική ανάπτυξη, εφόσον τόσο η ψυχολογία όσο και οι πραγματικότητες των αγορών γνώρισαν δραματική πτώση. Η έκρηξη του Ιουλίου του 2011, η οποία είχε ως συνέπεια, πέραν του θανάτου 13 προσώπων και την καταστροφή της ναυτικής βάσης, την καταστροφή του μεγαλύτερου ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού της Κύπρου, προκάλεσε σημαντική μείωση του ΑΕΠ, όπως και απώλειες του κεφαλαίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υψηλές αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και συνακόλουθη στρέβλωση της κατανάλωσης και μείωση της ευημερίας των νοικοκυριών, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την πραγματική οικονομία, περιλαμβανομένων των τομέων του λιανικού εμπορίου και της μεταποίησης [2]. Την προσωπική ευθύνη για την καταστροφή είχε σύμφωνα με το πολυσέλιδο πόρισμα της ανεξάρτητης επιτροπής Πολυβίου που διορίστηκε από την κυβέρνηση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Παρά τις σχετικές έγκαιρες προειδοποιήσεις και την ύπαρξη του παραδείγματος της Ελλάδας στην οποία η οικονομία είχε διολισθήσει, οι κυπριακές Αρχές αδράνησαν, καθυστερώντας αδικαιολόγητα να λάβουν τα αναγκαία οικονομικά μέτρα για συγκράτηση των συνεπειών της κρίσης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκρούστηκε επανειλημμένα δημοσίως με δύο διαδοχικούς υπουργούς Οικονομικών του, τους Κίκη Καζαμία και Βάσο Σιαρλή, θεωρώντας πως οι εισηγήσεις τους για άμεση λήψη μέτρων ήταν αντιλαϊκή, ένα γεγονός που καθιστούσε ακόμα πιο ευάλωτη την κυπριακή οικονομία στη βάση ιδεολογικών –πρωτίστως- αγκυλώσεων, οι οποίες άφησαν απροστάτευτες τις πλέον οικονομικά ευάλωτες τάξεις του πληθυσμού. Η προσπάθεια για δανειοδότηση εκτός μηχανισμού στήριξης οδήγησε στην βραχυπρόθεσμη κάλυψη των αναγκών μέσα από την λήψη εξωτερικού δανεισμού από την Ρωσία ύψους 2.5 δισεκατομμυρίων ευρώ, δανείου που σύντομα δαπανήθηκε χωρίς και πάλι να γίνουν οποιεσδήποτε διαρθρωτικές αλλαγές.
Επιπρόσθετα, κρίσιμο ρόλο διαδραμάτισε η παντελής αδυναμία διάγνωσης και πρόληψης των μεγάλων προβλημάτων του τραπεζικού τομέα. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των κυπριακών τραπεζών υπήρξε η ανεξέλεγκτη δανειοδότηση, η οποία διδόταν επί σειρά ετών και υπερέβαινε τις ανάγκες της κυπριακής αγοράς και τις αντοχές της κυπριακής οικονομίας. Όπως αποκάλυψε ο τέως πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Γιώργος Χαραλάμπους, κατά την περίοδο 2006-2008 τα δάνεια εντός Κύπρου αυξάνονταν πέραν του 25% σε ετήσια βάση, ενώ η απορροφητική ικανότητα της οικονομίας, με βάση το ρυθμό ανάπτυξης, δεν δικαιολογούσε αύξηση πέραν του 10%. Παρόμοιοι ρυθμοί δανειοδότησης συνεχίστηκαν στα επόμενα έτη. Αυτό είχε ως συνέπεια την δημιουργία μιας αδικαιολόγητης, στη βάση των πραγματικών τιμών της αγοράς, αύξησης των τιμών των ακινήτων, καθώς και αύξηση στα επισφαλή δάνεια. Όταν επιβεβαιώθηκε πως οι τιμές των ακινήτων δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές δυνατότητες της αγοράς, το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε εκτεθειμένο, ενώ η επιδείνωση του δανειακού χαρτοφυλακίου οδήγησε σε αύξηση στις προβλέψεις για απομείωση των δανείων. Τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σήμερα στα 19,5 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αναλογεί στο 26,5% των δανείων των τραπεζών. Με τον νέο τρόπο υπολογισμού των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, τον οποίο προβλέπει η Τρόικα, τα στατιστικά αυτά θα μεταβληθούν προς το δυσμενέστερο, εφόσον η Τρόικα εισηγείται να θεωρούνται ως μη-εξυπηρετούμενα και τα δάνεια που είναι πλήρως εξασφαλισμένα από εμπράγματες εξασφαλίσεις. Αντίθετα, με το υφιστάμενο σύστημα δεν συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των μη-εξυπηρετούμενων δανείων όσα καλύπτονται πλήρως από την αξία του ακινήτου.
Το έτερο μεγάλο πρόβλημα των κυπριακών τραπεζών ήταν η κατοχή ομολόγων του ελληνικού δημοσίου σε βαθμό δυσανάλογο του μεγέθους της κυπριακή οικονομίας – συγκεκριμένα ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας περί τα 6 δισ. ευρώ. Τράπεζες κρατών με υπερ-δεκαπλάσιο προϋπολογισμό από την κυπριακή, όπως οι γερμανικές ή οι γαλλικές, κατείχαν μόλις 22 δισ. και 15 δισ. αντίστοιχα. Είναι γεγονός ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το ζήτημα αυτό φέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία επέτρεψε στις εμπορικές τράπεζες των κρατών-μελών της ευρωζώνης να συγκεντρώσουν επισφαλή κρατικά ομόλογα σε τόσο μεγάλη έκταση και βαθμό. Η εξαιρετική αξιολόγηση της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης μέχρι τον Σεπτέμβριο 2009, οδήγησε σε μια ανεξέλεγκτη αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων, κάτι που υποβοηθήθηκε με την διακρατική συμφωνία Βασιλεία ΙΙ που πραγματοποίησε η ΕΚΤ. Από την άλλη, η κρίσιμη αγορά ελληνικών ομολόγων από τις κυπριακές τράπεζες έγινε κατά την διετία 2009-2010, σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα ήταν πλέον σε βαθιά οικονομική ύφεση και η υπογραφή μνημονίου ήταν ορατή. Στο τέλος του 2010 η έκθεση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στα ελληνικά ομόλογα και σε ελληνικές επιχειρήσεις υπερέβαινε κατά 2,5 φορές το ΑΕΠ. Η επέκταση των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα σε σχέση με τις συνολικές τους δραστηριότητες, ήταν εξαιρετικά δυσανάλογη, αφού ένα μεγάλο ποσοστό των δανείων των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών (1/2 της Λαϊκής Τράπεζας και 1/3 της Τράπεζας Κύπρου) είχαν διατεθεί σε ελληνικές επιχειρήσεις, οργανισμούς και νοικοκυριά.
Το κούρεμα των ελληνικών κρατικών ομολόγων συνέθλιψε την αξία των μετοχών των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών και κατέστησε αδύνατη την ανακεφαλαιοποίησή τους. Η σημερινή θέση της κυπριακής κυβέρνησης είναι ότι, αν δεν είχαν γίνει τόσο μεγάλες επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα και αν η επέκταση στην ελληνική αγορά ήταν πιο συντηρητική, τότε δεν θα υπήρχε μεγάλη έκθεση στην ελληνική οικονομία και η επίπτωση του PSI θα ήταν μικρότερη, με αποτέλεσμα η χώρα να μην χρειαζόταν να ζητήσει την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης. Αυτή η προσέγγιση, όμως, παραγνωρίζει εντελώς το γεγονός ότι και η κυπριακή κυβέρνηση με την σειρά της άφησε ακάλυπτη την κυπριακή οικονομία και το κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Μέχρι και την δραματική εξάπλωση της κρίσης, η κυπριακή κυβέρνηση εξέφραζε την βεβαιότητα ότι η κυπριακή οικονομία δεν θα επηρεαστεί από την παγκόσμια κρίση επειδή διαθέτει ένα δυνατό, σύγχρονο και αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο δεν διαβρώθηκε από τα «τοξικά ομόλογα». Η έλλειψη ρεαλισμού κατά τον κρίσιμο χρόνο οπωσδήποτε δεν βοηθά στην διαχείριση του προβλήματος, αλλά εγκυμονεί κινδύνους πλήρους οικονομικής κατάρρευσης. Κάτι παράλληλο, δηλαδή, με αυτό που έγινε στην Ισλανδία, όπου κατέρρευσε το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση η οικονομία της χώρας. Στην περίπτωση, βέβαια, εκείνη διαλύθηκε και η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δικάζεται σήμερα για αμέλεια. Είναι γεγονός πως η απόφαση για το κούρεμα των ελληνικών κρατικών ομολόγων λήφθηκε με την συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να τεθεί ως προϋπόθεση, όπως παρατήρησε ο τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Αθανάσιος Ορφανίδης, «όπως οι κυπριακές τράπεζες αντλήσουν κεφάλαια από τον Μηχανισμό Στήριξης της ΕΕ, αντί αυτό να χρειαστεί να γίνει μέσα από το κράτος».
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε να λειτουργήσει ως ανάδοχος της άσκησης δικαιωμάτων του ομίλου της Λαϊκής Τράπεζας, χρηματοδοτώντας από τον κρατικό προϋπολογισμό την τράπεζα μέσα από την έκδοση δικαιωμάτων ύψους 2,8 δισ. ευρώ, με ουσιαστικά ασαφείς όρους. Η κρατική στήριξη, όμως, δεν φαίνεται να συνοδεύεται από συγκεκριμένη στρατηγική αναβάθμισης του τραπεζικού συστήματος. Ούτε και μπορεί να παραγνωριστεί πως η συμμετοχή του κράτους σε άλλους παρόμοιους οργανισμούς μέσω ασαφών σχεδίων διάσωσης, όπως η διαχείριση του κρατικού αερομεταφορέα, της Cyprus Airways, αποδείχθηκε ανεπαρκής. Το μοντέλο του κράτους-τραπεζίτη δεν φαίνεται να παρέχει τα εχέγγυα μιας μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος ελέγχου της τράπεζας από μικροκομματικά συμφέροντα, όμοια με εκείνα που έχουν οδηγήσει σε διόγκωση και αδράνεια τον δημόσιο τομέα. Ο Κύπριος φορολογούμενος βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με ένα πακέτο διάσωσης των τραπεζών που υπάρχει κίνδυνος να ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ, ποσό που είναι σχεδόν ίσο με το 50% του ΑΕΠ.
Τα πραγματικά αίτια της κρίσης θα πρέπει επομένως σε μεγάλο βαθμό να αναζητηθούν στην αδυναμία της κυπριακής κυβέρνησης να κατανοήσει τους μηχανισμούς λειτουργίας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και στην ιδεολογική άρνηση συνδιαλλαγής με τις δομές των διεθνών αγορών. Ως καταδείξαμε ανωτέρω, η άνευ ρεαλιστικού βάθρου, πεποίθηση πως η κυπριακή οικονομία δεν θα επηρεαζόταν από τη διεθνή κρίση άφησε την κυπριακή οικονομία απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει την κρίση. Αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία πρόληψης των μεγάλων προβλημάτων του τραπεζικού τομέα, τις οικονομικές συνέπειες από την έκρηξη στο Μαρί, το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και την καθυστέρηση στην λήψη μέτρων, οδήγησε στην οικονομική κατάρρευση. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο να διενεργηθεί ουσιαστική διαπραγμάτευση με την τρόικα και η διαρκής υποβάθμιση της αξιοπιστίας των κυπριακών τραπεζών από την ίδια την κυπριακή κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να απεκδυθεί ευθυνών, επέτεινε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα και τραυμάτισε θανάσιμα την αξιοπιστία της κυπριακής οικονομίας.
[1] Π.χ. αφιέρωμα «Πάμε για Κραχ;» περιοδικό Σύγχρονη Άποψη, Απρίλιος 2008, σελ. 48-57.
[2] βλ. Π. Πασιαρδής κ.α., Έκρηξη στο Μαρί: Κόστος και Συμπεράσματα Πολιτικής, Κέντρο Οικονομικών Ερευνών Πανεπιστημίου Κύπρου, Αύγουστος, 2011.
«Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος;» Αυτό ήταν το ρητορικό ερώτημα του Χαρίλαου Τρικούπη, όταν στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» το άρθρο του «Τις πταίει». Το ερώτημα παραμένει διαχρονικό και μπορεί να τεθεί και στην παρούσα τραγική κατάσταση της κυπριακής οικονομίας. Η Κυβέρνηση Δημήτρη Χριστόφια ανέλαβε την
Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2008. Το 2007 ήταν ένα έτος με εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και αξιόλογους μακροοικονομικούς δείκτες, με μοναδική εξαίρεση το ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Υπήρξε δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1.5%, δημόσιο χρέος κάτω του 60% (εξαιρούμενου του ενδοκυβερνητικού), πληθωρισμός 2.2%, ανεργία μόλις 3.9% και κατά κεφαλή εισόδημα στο 92% του μέσου κοινοτικού όρου σε μονάδες αγοραστικής αξίας. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παρέμενε σε υψηλά επίπεδα στο 4.4% για το 2007 έναντι 3.8% για το 2006. Πέντε χρόνια μετά, με την λήξη της θητείας του προέδρου Χριστόφια, η κυπριακή οικονομία βρίσκεται στον αναπνευστήρα. Τα αίτια της κρίσης σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην πολιτική αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης από την κυπριακή κυβέρνηση. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2008, ο πρόεδρος Χριστόφιας υποσχέθηκε την διενέργεια επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής μέσω κοινωνικών παροχών, η οποία να ανέρχεται σε τρία δισεκατομμύρια ευρώ κατά την διάρκεια της πενταετούς του θητείας (δηλαδή περί τα 600 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος), ποσοστό αντίστοιχο του 33.5% του κυπριακού ΑΕΠ. Ο νέος πρόεδρος επέκρινε προεκλογικά την απερχόμενη κυβέρνηση Παπαδόπουλου για ακατανόητη έλλειψη «γενναιοδωρίας» σε κοινωνικές παροχές ως προς την οικονομική της πολιτική και αρνήθηκε ότι υπήρχε ανάγκη για συγκράτηση των δαπανών ενόψει της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Δεσμεύθηκε, επίσης, πως δεν θα επιβάλλονταν νέες φορολογίες ως αντιστάθμισμα των παροχών. Η προεκλογική πλειοδοσία σε εξαγγελίες αναμφίβολα υπερέβαινε τις δυνατότητες της κυπριακής οικονομίας. Αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή της, η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε την παροχή πασχαλινού επιδόματος συνολικού ύψους περί τα 33 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο θα διδόταν χωρίς σαφή εισοδηματικά κριτήρια.
Εντούτοις, ήδη από τον Απρίλιο 2008, αναλυτές προειδοποιούσαν πως το μικρό μέγεθος και η ανοικτή οικονομία της Κύπρου την καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτη στην διεθνή οικονομική κρίση [1] και καλούσαν για ορθολογική και περιορισμένη χρήση των κρατικών δαπανών και στενή παρακολούθηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Προειδοποιούσαν δε πως η υλοποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών θα μπορούσε να δυναμιτίσει τα θεμέλια της κυπριακής οικονομίας. O αμερικανικός επενδυτικός οίκος Moody’s προειδοποίησε με έκθεσή του, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε απόκλιση από τους δημοσιονομικούς δείκτες θα οδηγούσε σε χαμηλότερη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρομοίως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αξιολόγηση του Προγράμματος Σταθερότητας της Κύπρου για τα έτη 2007-2011 υπέδειξε με έμφαση ότι η κυπριακή κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσει να συγκρατήσει το δημόσιο χρέος, αναμορφώνοντας ιδιαίτερα το συνταξιοδοτικό σύστημα και προχωρώντας σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας.
Η αντίδραση της κυβέρνησης στις προειδοποιήσεις υπήρξε εξ αρχής αμυντική, εστιάζοντας στην πεποίθηση ότι η διεθνής κρίση δεν θα αγγίξει την κυπριακή οικονομία, διότι αυτή στηρίζεται σε στέρεα θεμέλια. Η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση υπήρξε οπωσδήποτε οικονομικά ανεδαφική, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η κυπριακή οικονομία στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα, τομέα που εκ φύσεως είναι εξαρτώμενος από τις επιδράσεις των διεθνών αγορών. Από το πρώτο τετράμηνο του 2008 παρατηρήθηκε ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθωρισμού λόγω των εξωτερικών δυσμενών επιδράσεων, αλλά και της ανυπαρξίας σοβαρής κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Σημάδια φανέρωναν μείωση των εσόδων από τον τουρισμό, τα οποία κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Μαϊου 2008 σημείωσαν μείωση 5.7% συγκριτικά προς την αντίστοιχη περίοδο του 2007 και αυτό παρά το γεγονός ότι υπήρχε σημαντική αύξηση στον αριθμό των τουριστών, γεγονός που φανέρωνε μια φθίνουσα μεταβολή τής κατά κεφαλή δαπάνης των τουριστών. Ο πληθωρισμός ανήλθε στο 4.6% τον Μάιο του 2008 σε σύγκριση με 1.9% του αντίστοιχου μήνα του 2007, πληθωριστικές πιέσεις που ενισχύονταν λόγω του αυξημένου εγχώριου δανεισμού.
Αντί για χάραξη οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση επέλεξε σπασμωδικές κινήσεις, όπως την ανατροπή της συμφωνίας δεκατριών σημείων που είχε συνομολογηθεί μεταξύ της Εκκλησίας και της κυβέρνησης Παπαδόπουλου στη βάση της οποίας η Εκκλησία θα αναλάμβανε άμεσα την υποχρέωση καταβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών, γεγονός που θα είχε ως συνέπεια άμεσα έσοδα για το κράτος. Η συμφωνία τελικά υπεγράφη ετεροχρονισμένα τρία χρόνια αργότερα. Άλλη ενέργεια αφορούσε την προσπάθεια για εκποίηση μέρους των κρατικών αποθεμάτων χρυσού με το επιχείρημα ότι με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ευρωζώνη είχε μειωθεί η ανάγκη διατήρησης αποθεμάτων χρυσού. Η πρόταση απορρίφθηκε ορθά από τον τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Αθανάσιο Ορφανίδη. Το κυβερνητικό επιχείρημα ήταν ιδιαίτερα προβληματικό, ενόψει του ότι το απόθεμα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας ανερχόταν σε μόλις 28.7% του συνολικού ποσοστού των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, έναντι 58.7% του αντίστοιχου ποσοστού της ευρωζώνης.
Η κυβερνητική πολιτική στηρίχθηκε κατά την κρίσιμη περίοδο 2008-2010 αποκλειστικά στην συνεχή αύξηση των εσόδων και όχι στην μείωση ή συγκράτηση των δημοσίων δαπανών. Η δυνατότητα αύξησης των εσόδων, όμως, είχε υποχρεωτικά όρια, ενόψει και της μείωσης των εσόδων από τις αγοραπωλησίες στον τομέα των ακινήτων. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσα από την φορολόγηση των αυξημένων καταναλωτικών δαπανών είχε εξάλλου ως πηγή την υπέρμετρη έκθεση των πολιτών σε τραπεζικό δανεισμό και συνέτεινε στην επιδείνωση των τραπεζικών προβλημάτων. Δεν έγινε η επεξεργασία ενός νέου αναπτυξιακού σχεδίου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τομείς της οικονομίας που διέρχονταν κάμψη, όπως των ακινήτων και του τουρισμού, ούτε και στηρίχθηκε όσο θα έπρεπε ο ζωτικός για την Κύπρο τομέας της επένδυσης ξένων κεφαλαίων μέσω κυπριακών εταιρειών που να έχουν αλλοδαπούς ως μετόχους. Η δυστοκία στην επίλυση χρόνιων προβλημάτων του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και η ιδεολογικής φύσης αντίθεση της κυβέρνησης στην προώθηση και φορολόγηση νέων μορφών υπηρεσιών, όπως του ηλεκτρονικού τζόγου, είχε ως συνέπεια την σταδιακή υπαναχώρηση της κυπριακής ανταγωνιστικότητας στον τομέα των εταιρειών έναντι άλλων κρατών της ΕΕ, όπως η Μάλτα. Ούτε και υπήρξε προσπάθεια αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων της κυπριακής οικονομίας, μέσω αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, της στοχευμένης εισαγωγής κινήτρων, της ανανέωσης των μεθόδων παραγωγής, της επαναξιολόγησης της πολιτικής ως προς τους μισθούς και την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή. Η οικονομική προσέγγιση υπήρξε επομένως βραχύπνοη και επιφανειακή χωρίς όραμα και τόλμη για αντιμετώπιση της επερχόμενης κρίσης.
Με την έναρξη του 2009 κατέστη εμφανές ότι η μείωση των καταθέσεων εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης οδήγησε σε προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών που επέφεραν μείωση των δανείων και αύξηση των παραχωρούμενων εξασφαλίσεων. Ο περιορισμός στην προσφορά δανείων οδήγησε εκ των πραγμάτων σε περιορισμό των δαπανών στην πραγματική οικονομία, μέσα από την μείωση του κύκλου εργασιών των κυπριακών εταιρειών και του περιορισμού των δαπανών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προέβη στην ανακοίνωση μιας ένεσης ρευστότητας ύψους 1.4 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω κρατικών χρεογράφων προς τις εμπορικές τράπεζες και τα συνεργατικά ιδρύματα, με στόχο την τόνωση του τραπεζικού συστήματος και την μείωση των δανειστικών επιτοκίων. Ορθά, όμως, υποδείχθηκε πως το σχέδιο θα προσέφερε βραχυπρόθεσμη και μόνο ρευστότητα στις τράπεζες χωρίς να διασφαλίζει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη προοπτική. Στην πράξη, εξάλλου, τα δανειστικά επιτόκια παρέμειναν εξαιρετικά υψηλά με δυσμενείς επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής των προϊόντων και στην ανταγωνιστικότητα των υπηρεσιών και της οικονομίας. Είναι σαφές πως το τραπεζικό σύστημα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες δανειοδότησης των κυπριακών επιχειρήσεων, γεγονός που οδήγησε σε έντονες προειδοποιήσεις των επιχειρηματικών φορέων ήδη από τις αρχές του 2009 για δραματικές επιπτώσεις, όπως την αναστολή ή τον περιορισμό των εργασιών των επιχειρήσεων, ως και τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων. Οι προειδοποιήσεις απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση ως αβάσιμες, παρά το γεγονός ότι σύντομα έγιναν πραγματικότητα.
Κατά την ανακοίνωση του πακέτου στήριξης της κυπριακής οικονομίας ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ προς τον τομέα των κατασκευών και του τουρισμού τον Φεβρουάριο του 2009, ο πρόεδρος Χριστόφιας υπογράμμισε πως η κυπριακή οικονομία θα επηρεαζόταν σε μικρότερο βαθμό συγκρινόμενη με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης από την διεθνή οικονομική κρίση και ότι η κυβέρνηση είχε σχέδιο αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης. Αντίθετα, στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί των οικονομικών προβλέψεων για την ευρωζώνη για το 2009-2010 επισημαίνονταν οι κίνδυνοι για τα κυπριακά δημόσια οικονομικά. Οι αποκλίσεις από τον κυβερνητικό προϋπολογισμό του 2009 σε σύγκριση προς την πραγματική οικονομία υπήρξαν δραματικές, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να ανέρχεται στο 6.1% αντί του προϋπολογισθέντος πλεονάσματος 0.7%, την ανεργία να ανέρχεται στο 6.9% έναντι 4.5%, τα προϋπολογισθέντα έσοδα να μειώνονται κατά 600 εκατομμύρια ευρώ και τις δαπάνες να αυξάνονται κατά 400 εκατομμύρια ευρώ. Κατά το 2009 αυξήθηκαν οι μόνιμες θέσεις κατά 1060, παρά την ύπαρξη πλεονασμού στη δημόσια υπηρεσία, ενέργεια που αύξησε τις ετήσιες δημόσιες δαπάνες κατά 50 εκατομμύρια ευρώ. Το πασχαλινό επίδομα χωρίς εισοδηματικά κριτήρια παραχωρήθηκε εκ νέου το 2009, δηλαδή άλλα 35 εκατομμύρια ευρώ.
Παρά τα ανωτέρω, ο τότε υπουργός Οικονομικών Χαρίλαος Σταυράκης προέβη σε επίσημη δήλωση σύμφωνα με την οποία ο ρόλος του Υπουργείου Οικονομικών είναι να δημιουργεί αισιοδοξία ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τον καταναλωτή, «χωρίς να έχει σημασία κατά πόσο οι προβλέψεις επαληθεύονται». Η προσέγγιση αυτή, αποτύπωση της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής υπήρξε καταφανώς οικονομικά αντιεπιστημονική, εφόσον ο κρατικός προϋπολογισμός καθορίζεται στη βάση οικονομικών προβλέψεων και στη βάση αυτών καθορίζεται η συμπεριφορά του επενδυτικού κοινού, τα έσοδα και οι δαπάνες, αλλά και η αξιοπιστία μιας οικονομίας. Παρομοίως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωσε επισήμως πως δεν θα ήταν σημαντική εξέλιξη αν η ΕΕ έθετε την Κυπριακή Δημοκρατία υπό δημοσιονομική επιτήρηση σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου για περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω του 3% μέχρι το τέλος του 2009. Τελικά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν πέτυχε τον στόχο και τέθηκε υπό δημοσιονομική επιτήρηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατηγόρησε τους διεθνείς οίκους για σκοπιμότητες στην αξιολόγηση της κυπριακής οικονομίας και τόνισε πως κανένας δεν λαμβάνει υπόψη τους διεθνείς οίκους. Δηλώσεις που παραγνώριζαν το αυτονόητο γεγονός πως οι αξιολογήσεις των διεθνών οίκων καθορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα ενός κράτους και το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών.
Την ίδια στιγμή το κυπριακό θεσμικό πλαίσιο άφησε ανεξέλεγκτες ορισμένες μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών να αυξάνουν δραματικά τις πιστώσεις στις πληρωμές των τιμολογίων των προμηθευτών στους εννέα μήνες μετά την παράδοση των προϊόντων, κάτι που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια τους προμηθευτές σε οικονομικό στραγγαλισμό, εφόσον αντιμετώπισαν σοβαρή έλλειψη ρευστότητας και αδυναμία στην εκπλήρωση των δικών τους τρεχουσών υποχρεώσεων με αλυσιδωτές συνέπειες στην πραγματική οικονομία. Ουσιαστικά, οι υπεραγορές εισέπρατταν άμεσα τα λεφτά από τους καταναλωτές χωρίς να καταβάλλουν τα αντίστοιχα ποσά στους προμηθευτές για περίοδο σχεδόν ενός έτους, χρησιμοποιώντας την μέθοδο των μεταχρονολογημένων επιταγών και χωρίς οι ίδιες να αξιοποιούν την ρευστότητα, εφόσον δανείζονταν από τις τράπεζες για τις δικές τους επενδύσεις. Παρόμοια φαινόμενα είχαν καταστήσει αδύνατη τη λειτουργία της πραγματικής αγοράς, με ιδιαίτερη ένταση ήδη από το 2009, χωρίς η κυβέρνηση ή η, ουσιαστικά ανύπαρκτη, Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού, να παρέμβουν. Η επίσημη ανακοίνωση στο τέλος του 2012 ότι η υπεραγορά Ορφανίδης δεν μπορεί να εξοφλήσει τις, ανερχόμενες σε πέραν των 150 εκατομμυρίων, υποχρεώσεις της έναντι του τραπεζικού δανεισμού και των προμηθευτών της, ήλθε ως επιβεβαίωση μιας μακράς πορείας κυβερνητικής αδράνειας.
Ο αποκλεισμός της Κύπρου από τις διεθνείς αγορές χρηματοδότησης στο δεύτερο μισό του 2011, σε συνδυασμό με την καταστροφική έκρηξη στην Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» τον Ιούλιο του 2011, κατέστησαν ουσιαστικά αδύνατη την οικονομική ανάπτυξη, εφόσον τόσο η ψυχολογία όσο και οι πραγματικότητες των αγορών γνώρισαν δραματική πτώση. Η έκρηξη του Ιουλίου του 2011, η οποία είχε ως συνέπεια, πέραν του θανάτου 13 προσώπων και την καταστροφή της ναυτικής βάσης, την καταστροφή του μεγαλύτερου ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού της Κύπρου, προκάλεσε σημαντική μείωση του ΑΕΠ, όπως και απώλειες του κεφαλαίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υψηλές αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και συνακόλουθη στρέβλωση της κατανάλωσης και μείωση της ευημερίας των νοικοκυριών, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την πραγματική οικονομία, περιλαμβανομένων των τομέων του λιανικού εμπορίου και της μεταποίησης [2]. Την προσωπική ευθύνη για την καταστροφή είχε σύμφωνα με το πολυσέλιδο πόρισμα της ανεξάρτητης επιτροπής Πολυβίου που διορίστηκε από την κυβέρνηση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Παρά τις σχετικές έγκαιρες προειδοποιήσεις και την ύπαρξη του παραδείγματος της Ελλάδας στην οποία η οικονομία είχε διολισθήσει, οι κυπριακές Αρχές αδράνησαν, καθυστερώντας αδικαιολόγητα να λάβουν τα αναγκαία οικονομικά μέτρα για συγκράτηση των συνεπειών της κρίσης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκρούστηκε επανειλημμένα δημοσίως με δύο διαδοχικούς υπουργούς Οικονομικών του, τους Κίκη Καζαμία και Βάσο Σιαρλή, θεωρώντας πως οι εισηγήσεις τους για άμεση λήψη μέτρων ήταν αντιλαϊκή, ένα γεγονός που καθιστούσε ακόμα πιο ευάλωτη την κυπριακή οικονομία στη βάση ιδεολογικών –πρωτίστως- αγκυλώσεων, οι οποίες άφησαν απροστάτευτες τις πλέον οικονομικά ευάλωτες τάξεις του πληθυσμού. Η προσπάθεια για δανειοδότηση εκτός μηχανισμού στήριξης οδήγησε στην βραχυπρόθεσμη κάλυψη των αναγκών μέσα από την λήψη εξωτερικού δανεισμού από την Ρωσία ύψους 2.5 δισεκατομμυρίων ευρώ, δανείου που σύντομα δαπανήθηκε χωρίς και πάλι να γίνουν οποιεσδήποτε διαρθρωτικές αλλαγές.
Επιπρόσθετα, κρίσιμο ρόλο διαδραμάτισε η παντελής αδυναμία διάγνωσης και πρόληψης των μεγάλων προβλημάτων του τραπεζικού τομέα. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των κυπριακών τραπεζών υπήρξε η ανεξέλεγκτη δανειοδότηση, η οποία διδόταν επί σειρά ετών και υπερέβαινε τις ανάγκες της κυπριακής αγοράς και τις αντοχές της κυπριακής οικονομίας. Όπως αποκάλυψε ο τέως πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Γιώργος Χαραλάμπους, κατά την περίοδο 2006-2008 τα δάνεια εντός Κύπρου αυξάνονταν πέραν του 25% σε ετήσια βάση, ενώ η απορροφητική ικανότητα της οικονομίας, με βάση το ρυθμό ανάπτυξης, δεν δικαιολογούσε αύξηση πέραν του 10%. Παρόμοιοι ρυθμοί δανειοδότησης συνεχίστηκαν στα επόμενα έτη. Αυτό είχε ως συνέπεια την δημιουργία μιας αδικαιολόγητης, στη βάση των πραγματικών τιμών της αγοράς, αύξησης των τιμών των ακινήτων, καθώς και αύξηση στα επισφαλή δάνεια. Όταν επιβεβαιώθηκε πως οι τιμές των ακινήτων δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές δυνατότητες της αγοράς, το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε εκτεθειμένο, ενώ η επιδείνωση του δανειακού χαρτοφυλακίου οδήγησε σε αύξηση στις προβλέψεις για απομείωση των δανείων. Τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σήμερα στα 19,5 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αναλογεί στο 26,5% των δανείων των τραπεζών. Με τον νέο τρόπο υπολογισμού των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, τον οποίο προβλέπει η Τρόικα, τα στατιστικά αυτά θα μεταβληθούν προς το δυσμενέστερο, εφόσον η Τρόικα εισηγείται να θεωρούνται ως μη-εξυπηρετούμενα και τα δάνεια που είναι πλήρως εξασφαλισμένα από εμπράγματες εξασφαλίσεις. Αντίθετα, με το υφιστάμενο σύστημα δεν συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των μη-εξυπηρετούμενων δανείων όσα καλύπτονται πλήρως από την αξία του ακινήτου.
Το έτερο μεγάλο πρόβλημα των κυπριακών τραπεζών ήταν η κατοχή ομολόγων του ελληνικού δημοσίου σε βαθμό δυσανάλογο του μεγέθους της κυπριακή οικονομίας – συγκεκριμένα ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας περί τα 6 δισ. ευρώ. Τράπεζες κρατών με υπερ-δεκαπλάσιο προϋπολογισμό από την κυπριακή, όπως οι γερμανικές ή οι γαλλικές, κατείχαν μόλις 22 δισ. και 15 δισ. αντίστοιχα. Είναι γεγονός ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το ζήτημα αυτό φέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία επέτρεψε στις εμπορικές τράπεζες των κρατών-μελών της ευρωζώνης να συγκεντρώσουν επισφαλή κρατικά ομόλογα σε τόσο μεγάλη έκταση και βαθμό. Η εξαιρετική αξιολόγηση της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης μέχρι τον Σεπτέμβριο 2009, οδήγησε σε μια ανεξέλεγκτη αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων, κάτι που υποβοηθήθηκε με την διακρατική συμφωνία Βασιλεία ΙΙ που πραγματοποίησε η ΕΚΤ. Από την άλλη, η κρίσιμη αγορά ελληνικών ομολόγων από τις κυπριακές τράπεζες έγινε κατά την διετία 2009-2010, σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα ήταν πλέον σε βαθιά οικονομική ύφεση και η υπογραφή μνημονίου ήταν ορατή. Στο τέλος του 2010 η έκθεση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στα ελληνικά ομόλογα και σε ελληνικές επιχειρήσεις υπερέβαινε κατά 2,5 φορές το ΑΕΠ. Η επέκταση των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα σε σχέση με τις συνολικές τους δραστηριότητες, ήταν εξαιρετικά δυσανάλογη, αφού ένα μεγάλο ποσοστό των δανείων των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών (1/2 της Λαϊκής Τράπεζας και 1/3 της Τράπεζας Κύπρου) είχαν διατεθεί σε ελληνικές επιχειρήσεις, οργανισμούς και νοικοκυριά.
Το κούρεμα των ελληνικών κρατικών ομολόγων συνέθλιψε την αξία των μετοχών των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών και κατέστησε αδύνατη την ανακεφαλαιοποίησή τους. Η σημερινή θέση της κυπριακής κυβέρνησης είναι ότι, αν δεν είχαν γίνει τόσο μεγάλες επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα και αν η επέκταση στην ελληνική αγορά ήταν πιο συντηρητική, τότε δεν θα υπήρχε μεγάλη έκθεση στην ελληνική οικονομία και η επίπτωση του PSI θα ήταν μικρότερη, με αποτέλεσμα η χώρα να μην χρειαζόταν να ζητήσει την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης. Αυτή η προσέγγιση, όμως, παραγνωρίζει εντελώς το γεγονός ότι και η κυπριακή κυβέρνηση με την σειρά της άφησε ακάλυπτη την κυπριακή οικονομία και το κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Μέχρι και την δραματική εξάπλωση της κρίσης, η κυπριακή κυβέρνηση εξέφραζε την βεβαιότητα ότι η κυπριακή οικονομία δεν θα επηρεαστεί από την παγκόσμια κρίση επειδή διαθέτει ένα δυνατό, σύγχρονο και αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο δεν διαβρώθηκε από τα «τοξικά ομόλογα». Η έλλειψη ρεαλισμού κατά τον κρίσιμο χρόνο οπωσδήποτε δεν βοηθά στην διαχείριση του προβλήματος, αλλά εγκυμονεί κινδύνους πλήρους οικονομικής κατάρρευσης. Κάτι παράλληλο, δηλαδή, με αυτό που έγινε στην Ισλανδία, όπου κατέρρευσε το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση η οικονομία της χώρας. Στην περίπτωση, βέβαια, εκείνη διαλύθηκε και η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δικάζεται σήμερα για αμέλεια. Είναι γεγονός πως η απόφαση για το κούρεμα των ελληνικών κρατικών ομολόγων λήφθηκε με την συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να τεθεί ως προϋπόθεση, όπως παρατήρησε ο τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Αθανάσιος Ορφανίδης, «όπως οι κυπριακές τράπεζες αντλήσουν κεφάλαια από τον Μηχανισμό Στήριξης της ΕΕ, αντί αυτό να χρειαστεί να γίνει μέσα από το κράτος».
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε να λειτουργήσει ως ανάδοχος της άσκησης δικαιωμάτων του ομίλου της Λαϊκής Τράπεζας, χρηματοδοτώντας από τον κρατικό προϋπολογισμό την τράπεζα μέσα από την έκδοση δικαιωμάτων ύψους 2,8 δισ. ευρώ, με ουσιαστικά ασαφείς όρους. Η κρατική στήριξη, όμως, δεν φαίνεται να συνοδεύεται από συγκεκριμένη στρατηγική αναβάθμισης του τραπεζικού συστήματος. Ούτε και μπορεί να παραγνωριστεί πως η συμμετοχή του κράτους σε άλλους παρόμοιους οργανισμούς μέσω ασαφών σχεδίων διάσωσης, όπως η διαχείριση του κρατικού αερομεταφορέα, της Cyprus Airways, αποδείχθηκε ανεπαρκής. Το μοντέλο του κράτους-τραπεζίτη δεν φαίνεται να παρέχει τα εχέγγυα μιας μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος ελέγχου της τράπεζας από μικροκομματικά συμφέροντα, όμοια με εκείνα που έχουν οδηγήσει σε διόγκωση και αδράνεια τον δημόσιο τομέα. Ο Κύπριος φορολογούμενος βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με ένα πακέτο διάσωσης των τραπεζών που υπάρχει κίνδυνος να ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ, ποσό που είναι σχεδόν ίσο με το 50% του ΑΕΠ.
Τα πραγματικά αίτια της κρίσης θα πρέπει επομένως σε μεγάλο βαθμό να αναζητηθούν στην αδυναμία της κυπριακής κυβέρνησης να κατανοήσει τους μηχανισμούς λειτουργίας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και στην ιδεολογική άρνηση συνδιαλλαγής με τις δομές των διεθνών αγορών. Ως καταδείξαμε ανωτέρω, η άνευ ρεαλιστικού βάθρου, πεποίθηση πως η κυπριακή οικονομία δεν θα επηρεαζόταν από τη διεθνή κρίση άφησε την κυπριακή οικονομία απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει την κρίση. Αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία πρόληψης των μεγάλων προβλημάτων του τραπεζικού τομέα, τις οικονομικές συνέπειες από την έκρηξη στο Μαρί, το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και την καθυστέρηση στην λήψη μέτρων, οδήγησε στην οικονομική κατάρρευση. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο να διενεργηθεί ουσιαστική διαπραγμάτευση με την τρόικα και η διαρκής υποβάθμιση της αξιοπιστίας των κυπριακών τραπεζών από την ίδια την κυπριακή κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να απεκδυθεί ευθυνών, επέτεινε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα και τραυμάτισε θανάσιμα την αξιοπιστία της κυπριακής οικονομίας.
Χριστίνα Ιωάννου, επίκουρη Καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, Αν. Καθηγητής, Πρόεδρος Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ[1] Π.χ. αφιέρωμα «Πάμε για Κραχ;» περιοδικό Σύγχρονη Άποψη, Απρίλιος 2008, σελ. 48-57.
[2] βλ. Π. Πασιαρδής κ.α., Έκρηξη στο Μαρί: Κόστος και Συμπεράσματα Πολιτικής, Κέντρο Οικονομικών Ερευνών Πανεπιστημίου Κύπρου, Αύγουστος, 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου