του Νταν Σταϊνμποκ *
Η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει μιαν απλή κρίση δημοσίων χρεών. Όλα δείχνουν ότι βρίσκεται σε φάση «δομικής παρακμής», φαινόμενο που δεν είναι απαραιτήτως αναστρέψιμο. Όλοι οι παράγοντες της ανάπτυξης –η δημογραφία, τα κεφαλαιακά αποθέματα, η τεχνολογική πρόοδος– σημειώνουν κάμψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η οποία παρουσιάζει επίσης πτωτική παραγωγικότητα και σημαντικές για το μέλλον της πολιτιστικές ακαμψίες. Η το πάλαι ποτε οικουμενική ευρωπαϊκή κουλτούρα υποχωρεί και αυτή, και η υποχώρηση θα εντείνεται όσο θα αυξάνεται ο πληθυσμός του πλανήτη μας.Από δημογραφικής πλευράς, οι εκτιμήσεις του ΟΗΕ αναφέρουν ότι το 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα βρίσκεται στα 9,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, από 6,8 δισεκατομμύρια που είναι σήμερα. Η εργατική δύναμη θα αυξηθεί και αυτή κατά 1,3 δισεκατομμύρια ψυχές, στην Ασία και την Αφρική κατά κύριο λόγο, ενώ στην Ευρώπη ο ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί κατά 110 εκατομμύρια. Επιπλέον, ο δείκτης εξάρτησης (ήτοι ο αριθμός όσων ανήκουν στον ενεργό πληθυσμό αλλά δεν εργάζονται προς τον αριθμό των εργαζομένων) θα αυξηθεί δραματικά στον αναπτυγμένο κόσμο, ιδίως στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ως το 2050 στην Ασία θα είναι 54%, έναντι 74% στην Ευρώπη. Η εξέλιξη αυτή θα έχει σοβαρότατες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και τις επιδόσεις της σε ένα πολύ έντονα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Τί συμβαίνει, όμως, σε έναν άλλο βασικό δείκτη των δυνατοτήτων για μελλοντική ευημερία, τα κεφαλαιακά αποθέματα ενός έθνους; Ιστορικά γνωρίζουμε ότι οι αναπτυγμένες οικονομίες επένδυαν ετησίως περί το 20% του ΑΕΠ τους για την διαμόρφωση κεφαλαίων. Αλλά στις αναπτυσσόμενες χώρες επενδύονταν πολύ περισσότερο, περί το 35%-40%. Τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες οι επενδύσεις αυτού του τύπου στην Κίνα και την Ινδία θα εξακολουθήσουν να είναι εξαιρετικά υψηλές, της τάξης του 33^-34% ετησίως, ήτοι διπλάσιες από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες –την Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Είναι αλήθεια πως οι αναπτυγμένες οικονομίες θα συνεχίσουν να ηγούνται σε κρίσιμους τομείς, όπως η τεχνολογική καινοτομία, όπου, όμως, αναμένεται να δούμε και άλλες, αναπτυσσόμενες χώρες που διαθέτουν πλούσιες δεξαμενές υψηλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού να κάνουν δυναμική εμφάνιση, όπως π.χ. η Κίνα στον τομέα των «πράσινων τεχνολογιών».
Επιπλέον, στον βαθμό που η παραγωγικότητα ή το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένουν χαμηλά σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, αυτές εξ ορισμού διαθέτουν πολύ πιο βιώσιμες αναπτυξιακές δυναμικές και μεγαλύτερα περιθώρια μείωσης του τεχνολογικού χάσματος που τις χωρίζει σήμερα από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Σύμφωνα με πιο μακροπρόθεσμες προβλέψεις, έως το 2050 οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου θα είναι οι ΗΠΑ, η Ινδία και η Κίνα. Αυτό που σπανίως λέγεται είναι πως το ποσοστό συμμετοχής της Ευρώπης στο παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά πάνω από το μισό, πέφτοντας από το 25% του 2000 σε κάτω του 10% το 2050. Μια τόσο δραματική μείωση της οικονομικής ισχύος δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε αντίστοιχη μείωση της πολιτικής της επιρροής.
Τούτων λεχθέντων, η Ευρώπη συνολικά θα κατορθώσει να συνεχίσει να συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου αν κατορθώσει να διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1,5% ετησίως. Στον βαθμό, όμως, που θέλει να συντηρήσει τον ηγετικό της πολιτικό ρόλο, καθώς οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί θα επιβραδύνονται, η Ευρώπη δεν έχει άλλη λύση παρά να ενισχύσει την συνοχή της.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χοσέ-Μανουέλ Μπαρόζο, το βασικό δίδαγμα της ελληνικής κρίσης είναι πως η νομισματική ένωση (ΟΝΕ) δεν είναι βιώσιμη χωρίς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που το μέλλον της ΕΕ θα καθοριστεί τους επόμενους μήνες και όχι το 2050. Αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποδειχθούν ικανοί να εφαρμόσουν τις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που δεν μπορεί να αναβάλλονται άλλο, αν ενισχύσουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, αν καταστήσουν πιο «σφιχτές» τις δημοσιονομικές πολιτικές και κατορθώσουν να κάμψουν την αισχροκέρδεια, η κρίση μπορεί να αποδειχθεί γενέτειρα μιας νέας, πιο ισχυρής οικονομικά και συνεκτικής πολιτικά Ευρώπης.
Αν, εντούτοις, η Ευρώπη αποτύχει να εφαρμόσει αυτές τις αλλαγές ή τις αναβάλλει ξανά, η κρίση θα κατατεμαχίσει την πολιτική συνοχή της Ευρώπης και θα εξασθενήσει περαιτέρω την οικονομική της ισχύ.
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κρίση μπορεί να υπήρξε αφυπνιστική για την Ευρώπη, αλλά είναι αμφίβολο αν η ελληνική κυβέρνηση έχει συναίσθηση της κρισιμότητας των ενεργειών της. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ναι μεν διεθνοποίησε το πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους, αλλά η μέχρι σήμερα πολιτική του δεν πείθει ότι η κυβέρνησή του μπορεί να προχωρήσει σε αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις που θα έπειθαν τις αγορές ότι κάτι αλλάζει στην ευρωζώνη. Γι αυτό και οι τελευταίες αποφάσεις των Ευρωπαίων ηγετών, παρά τις όποιες θετικές πλευρές τους, αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ούτε καν η Ουάσινγκτον δεν είναι ασφαλής. Πάνω από το 50% των υπερπόντιων αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων βρίσκονται στην Ευρώπη. Η ΕΕ δέχεται το 20% των αμερικανικών εξαγωγών, που αναμένεται να πληγούν σε περίπτωση αναιμικής ανάκαμψης της Ευρώπης. Παρομοίως, η βασιζόμενη στις εξαγωγές οικονομία της Ιαπωνίας εξαρτάται άμεσα από την πορεία της ανάκαμψης στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη. Είναι έτσι κατάδηλο ότι η κρίση στην ευρωζώνη μπορεί να προσλάβει παγκόσμιο χαρακτήρα, για το καλύτερο ή για το χειρότερο.
Στις σημερινές συνθήκες, όπου ήδη είναι έκδηλη και η έλλειψη κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, τα ημίμετρα ρίχνουν λάδι στην φωτιά. Ούτε η Ελλάδα ούτε καμμία άλλη από τις πλέον ευάλωτες οικονομίες της ευρωζώνης (για να μην μιλήσουμε για το ευρώ) δεν μπορούν να σωθούν με επεμβάσεις του τύπου «σοκ και δέος», στον βαθμό που οι πραγματικά δύσκολες, αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις εξακολουθούν να αναβάλλονται. Η αποκατάσταση της ρευστότητας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την δομική αποπληρωμή των δημοσίων χρεών.
Αυτό που αναζητούν οι επενδυτές είναι αποφασιστικές και ταχείες παρεμβάσεις για την μεταρρύθμιση της ίδιας της ευρωζώνης. Το τελευταίο που θέλουν να δουν είναι πολιτικούς δισταγμούς και βίαιες συγκρούσεις που θα επεκτείνονται από τους δρόμους της Αθήνας σε εκείνους της Λισαβώνας, της Μαδρίτη, τελικά της Ρώμης, του Λονδίνου, της Φρανκφούρτης και, ναι, ακόμα και στους δρόμους των αμερικανικών και ιαπωνικών μητροπόλεων. Και, σε τελευταία ανάλυση, ας μην ξεχνάμε ότι κάπου παραμονεύουν και οι εχθροί της δημοκρατίας.
* Καθηγητής στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου