Γράφει ο Γιάννης Λούλης
Η Ελλάδα έχει αποκτήσει το πρώτο της φασίζον κόμμα καθώς συντελούνται δραματικές ανατροπές στο πολιτικό και κομματικό σκηνικό. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από τη χρεοκοπία του κρατικιστικού -πελατειακού οικονομικού προτύπου που συντήρησαν και ανέχθηκαν τα δυο μεγάλα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Μετά την ολέθρια τετραετία 1981-1985, χάθηκαν μια
σειρά ευκαιριών για να γίνουν οι ζωτικές μεταρρυθμίσεις στον υπερτροφικό, σπάταλο, πελατειακό και διεφθαρμένο δημόσιο τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσουν τα σαθρά θεμέλια του οικονομικού οικοδομήματος στο πρώτο ταρακούνημα της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Η τραγωδία για τη χώρα είναι πως η κοινή γνώμη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υποστήριζε όλο και πιο έντονα την ανάγκη συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα. Ο «μεσαίος χώρος» των ψηφοφόρων, που καθόριζε τον νικητή ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, είχε εγκαταλείψει τις αρχικές κρατικιστικές του αντιλήψεις. Αντιλαμβάνονταν το οικονομικό κόστος από την επέκταση του δημοσίου τομέα. Κατανοούσε πως ήταν τα κρατικά ελλείμματα, τα οποία οδηγούσαν σε προγράμματα λιτότητας για την υπόλοιπη κοινωνία, πλην του προνομιούχου δημοσίου τομέα.
Ο μεσαίος χώρος της εποχής εκείνης αποτελείτο από μετριοπαθείς και πραγματιστές ψηφοφόρους που κινούντο εντός του τότε «συστήματος». Όμως αυτοί οι ψηφοφόροι βρίσκονται πλέον κυριολεκτικά στον αέρα. Καθώς μάλιστα στρέφονται στα άκρα. Μπορεί το 60% των ψηφοφόρων να δηλώνουν κεντρώοι, κεντροαριστεροί ή κεντροδεξιοί, και μόνο το 30% να αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί ή αριστεροί. Όμως η οργή τους για εκείνο που άφησε στο καταστροφικό διάβα του το δικομματικό σύστημα, τους κατευθύνει μακριά από τον μεσαίο χώρο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έως την άκρα δεξιά είτε του πρωτόγονου λαϊκιστή Καμένου, ή την καταφανώς πιο επικίνδυνη Χρυσή Αυγή.
Το δικομματικό σύστημα χρεώνεται τη χρεοκοπία. Επίσης την πρώτη διετία μετά την κρίση, απεδείχθη είτε ανίκανο κυβερνητικά, είτε λαϊκιστικό αντιπολιτευτικά, και άρα αναξιόπιστο. Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων της κοινής γνώμης, η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου μίλαγε για μεταρρυθμίσεις στο κράτος που δεν έκανε ποτέ, την ώρα που η ΝΔ του Σαμαρά αντιτάσσονταν σε αυτές, αντί να γίνει σημαιοφόρος τους.
Αν το δικομματικό σύστημα, που εξέφραζε σχεδόν όλο το εύρος του μεσαίου χώρου, έκανε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, η ύφεση θα ήταν ηπιότερη και θα αποφεύγονταν βαθειές και οριζόντιες περικοπές, κυρίως επί αδίκων και πρωτίστως επί των συνταξιούχων. Αλλά τα πελατειακά κόμματα ήθελαν πάνω από όλα να προστατεύσουν τα οργανωμένα σύνολα του δημόσιου τομέα και τις συντεχνίες που εκπροσωπούσαν τους διαχρονικούς «πελάτες» τους. Έτσι η κοινωνία συνεθλίβει από την «αμυντική» λιτότητα, χωρίς κανένα «επιθετικό» μεταρρυθμιστικό όραμα. Οδηγήθηκαν έτσι τμήματα της κοινωνίας στην τυφλή οργή.
Ο κεντρικός πυρήνας της ερμηνείας της ανόδου της Χρυσής Αυγής είναι λοιπόν πως εκφράζει, πολυεπίπεδα, την πιο έντονη κραυγή της αντισυστημικής οργής. Δεν ψηφίζεται κυρίως από «φασίστες», αλλά από τμήματα των ερειπίων του μεσαίου χώρου. Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ λαϊκίζει κρατικιστικά, αντί να χτίσει στέρεες γέφυρες στον μεσαίο χώρο. Ενώ η τρικομματική κυβέρνηση, παρά τον πιο υπεύθυνο πλέον Σαμαρά, αναλώνεται μετά μανίας στην προστασία των «πελατών» της από την προοπτική απολύσεων σε πλήθος άχρηστων οργανισμών. Έτσι η χώρα γίνεται καρυδότσουφλο στην καταιγίδα. Χωρίς σταθεροποιητικό μεσαίο χώρο και χωρίς μεταρρυθμιστικό όραμα.
Η Ελλάδα έχει αποκτήσει το πρώτο της φασίζων κόμμα καθώς συντελούνται δραματικές ανατροπές στο πολιτικό και κομματικό σκηνικό. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από τη χρεοκοπία του κρατικιστικού -πελατειακού οικονομικού προτύπου που συντήρησαν και ανέχθηκαν τα δυο μεγάλα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Μετά την ολέθρια τετραετία 1981-1985, χάθηκαν μια σειρά ευκαιριών για να γίνουν οι ζωτικές μεταρρυθμίσεις στον υπερτροφικό, σπάταλο, πελατειακό και διεφθαρμένο δημόσιο τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσουν τα σαθρά θεμέλια του οικονομικού οικοδομήματος στο πρώτο ταρακούνημα της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Η τραγωδία για τη χώρα είναι πως η κοινή γνώμη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υποστήριζε όλο και πιο έντονα την ανάγκη συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα. Ο «μεσαίος χώρος» των ψηφοφόρων, που καθόριζε τον νικητή ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, είχε εγκαταλείψει τις αρχικές κρατικιστικές του αντιλήψεις. Αντιλαμβάνονταν το οικονομικό κόστος από την επέκταση του δημοσίου τομέα. Κατανοούσε πως ήταν τα κρατικά ελλείμματα, τα οποία οδηγούσαν σε προγράμματα λιτότητας για την υπόλοιπη κοινωνία, πλην του προνομιούχου δημοσίου τομέα.
Ο μεσαίος χώρος της εποχής εκείνης αποτελείτο από μετριοπαθείς και πραγματιστές ψηφοφόρους που κινούντο εντός του τότε «συστήματος». Όμως αυτοί οι ψηφοφόροι βρίσκονται πλέον κυριολεκτικά στον αέρα. Καθώς μάλιστα στρέφονται στα άκρα. Μπορεί το 60% των ψηφοφόρων να δηλώνουν κεντρώοι, κεντροαριστεροί ή κεντροδεξιοί, και μόνο το 30% να αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί ή αριστεροί. Όμως η οργή τους για εκείνο που άφησε στο καταστροφικό διάβα του το δικομματικό σύστημα, τους κατευθύνει μακριά από τον μεσαίο χώρο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έως την άκρα δεξιά είτε του πρωτόγονου λαϊκιστή Καμένου, ή την καταφανώς πιο επικίνδυνη Χρυσή Αυγή.
Το δικομματικό σύστημα χρεώνεται τη χρεοκοπία. Επίσης την πρώτη διετία μετά την κρίση, απεδείχθη είτε ανίκανο κυβερνητικά, είτε λαϊκιστικό αντιπολιτευτικά, και άρα αναξιόπιστο. Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων της κοινής γνώμης, η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου μίλαγε για μεταρρυθμίσεις στο κράτος που δεν έκανε ποτέ, την ώρα που η ΝΔ του Σαμαρά αντιτάσσονταν σε αυτές, αντί να γίνει σημαιοφόρος τους.
Αν το δικομματικό σύστημα, που εξέφραζε σχεδόν όλο το εύρος του μεσαίου χώρου, έκανε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, η ύφεση θα ήταν ηπιότερη και θα αποφεύγονταν βαθειές και οριζόντιες περικοπές, κυρίως επί αδίκων και πρωτίστως επί των συνταξιούχων. Αλλά τα πελατειακά κόμματα ήθελαν πάνω από όλα να προστατεύσουν τα οργανωμένα σύνολα του δημόσιου τομέα και τις συντεχνίες που εκπροσωπούσαν τους διαχρονικούς «πελάτες» τους. Έτσι η κοινωνία συνεθλίβει από την «αμυντική» λιτότητα, χωρίς κανένα «επιθετικό» μεταρρυθμιστικό όραμα. Οδηγήθηκαν έτσι τμήματα της κοινωνίας στην τυφλή οργή.
Ο κεντρικός πυρήνας της ερμηνείας της ανόδου της Χρυσής Αυγής είναι λοιπόν πως εκφράζει, πολυεπίπεδα, την πιο έντονη κραυγή της αντισυστημικής οργής. Δεν ψηφίζεται κυρίως από «φασίστες», αλλά από τμήματα των ερειπίων του μεσαίου χώρου. Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ λαϊκίζει κρατικιστικά, αντί να χτίσει στέρεες γέφυρες στον μεσαίο χώρο. Ενώ η τρικομματική κυβέρνηση, παρά τον πιο υπεύθυνο πλέον Σαμαρά, αναλώνεται μετά μανίας στην προστασία των «πελατών» της από την προοπτική απολύσεων σε πλήθος άχρηστων οργανισμών. Έτσι η χώρα γίνεται καρυδότσουφλο στην καταιγίδα. Χωρίς σταθεροποιητικό μεσαίο χώρο και χωρίς μεταρρυθμιστικό όραμα.
Η Ελλάδα έχει αποκτήσει το πρώτο της φασίζον κόμμα καθώς συντελούνται δραματικές ανατροπές στο πολιτικό και κομματικό σκηνικό. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από τη χρεοκοπία του κρατικιστικού -πελατειακού οικονομικού προτύπου που συντήρησαν και ανέχθηκαν τα δυο μεγάλα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Μετά την ολέθρια τετραετία 1981-1985, χάθηκαν μια
σειρά ευκαιριών για να γίνουν οι ζωτικές μεταρρυθμίσεις στον υπερτροφικό, σπάταλο, πελατειακό και διεφθαρμένο δημόσιο τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσουν τα σαθρά θεμέλια του οικονομικού οικοδομήματος στο πρώτο ταρακούνημα της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Η τραγωδία για τη χώρα είναι πως η κοινή γνώμη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υποστήριζε όλο και πιο έντονα την ανάγκη συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα. Ο «μεσαίος χώρος» των ψηφοφόρων, που καθόριζε τον νικητή ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, είχε εγκαταλείψει τις αρχικές κρατικιστικές του αντιλήψεις. Αντιλαμβάνονταν το οικονομικό κόστος από την επέκταση του δημοσίου τομέα. Κατανοούσε πως ήταν τα κρατικά ελλείμματα, τα οποία οδηγούσαν σε προγράμματα λιτότητας για την υπόλοιπη κοινωνία, πλην του προνομιούχου δημοσίου τομέα.
Ο μεσαίος χώρος της εποχής εκείνης αποτελείτο από μετριοπαθείς και πραγματιστές ψηφοφόρους που κινούντο εντός του τότε «συστήματος». Όμως αυτοί οι ψηφοφόροι βρίσκονται πλέον κυριολεκτικά στον αέρα. Καθώς μάλιστα στρέφονται στα άκρα. Μπορεί το 60% των ψηφοφόρων να δηλώνουν κεντρώοι, κεντροαριστεροί ή κεντροδεξιοί, και μόνο το 30% να αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί ή αριστεροί. Όμως η οργή τους για εκείνο που άφησε στο καταστροφικό διάβα του το δικομματικό σύστημα, τους κατευθύνει μακριά από τον μεσαίο χώρο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έως την άκρα δεξιά είτε του πρωτόγονου λαϊκιστή Καμένου, ή την καταφανώς πιο επικίνδυνη Χρυσή Αυγή.
Το δικομματικό σύστημα χρεώνεται τη χρεοκοπία. Επίσης την πρώτη διετία μετά την κρίση, απεδείχθη είτε ανίκανο κυβερνητικά, είτε λαϊκιστικό αντιπολιτευτικά, και άρα αναξιόπιστο. Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων της κοινής γνώμης, η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου μίλαγε για μεταρρυθμίσεις στο κράτος που δεν έκανε ποτέ, την ώρα που η ΝΔ του Σαμαρά αντιτάσσονταν σε αυτές, αντί να γίνει σημαιοφόρος τους.
Αν το δικομματικό σύστημα, που εξέφραζε σχεδόν όλο το εύρος του μεσαίου χώρου, έκανε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, η ύφεση θα ήταν ηπιότερη και θα αποφεύγονταν βαθειές και οριζόντιες περικοπές, κυρίως επί αδίκων και πρωτίστως επί των συνταξιούχων. Αλλά τα πελατειακά κόμματα ήθελαν πάνω από όλα να προστατεύσουν τα οργανωμένα σύνολα του δημόσιου τομέα και τις συντεχνίες που εκπροσωπούσαν τους διαχρονικούς «πελάτες» τους. Έτσι η κοινωνία συνεθλίβει από την «αμυντική» λιτότητα, χωρίς κανένα «επιθετικό» μεταρρυθμιστικό όραμα. Οδηγήθηκαν έτσι τμήματα της κοινωνίας στην τυφλή οργή.
Ο κεντρικός πυρήνας της ερμηνείας της ανόδου της Χρυσής Αυγής είναι λοιπόν πως εκφράζει, πολυεπίπεδα, την πιο έντονη κραυγή της αντισυστημικής οργής. Δεν ψηφίζεται κυρίως από «φασίστες», αλλά από τμήματα των ερειπίων του μεσαίου χώρου. Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ λαϊκίζει κρατικιστικά, αντί να χτίσει στέρεες γέφυρες στον μεσαίο χώρο. Ενώ η τρικομματική κυβέρνηση, παρά τον πιο υπεύθυνο πλέον Σαμαρά, αναλώνεται μετά μανίας στην προστασία των «πελατών» της από την προοπτική απολύσεων σε πλήθος άχρηστων οργανισμών. Έτσι η χώρα γίνεται καρυδότσουφλο στην καταιγίδα. Χωρίς σταθεροποιητικό μεσαίο χώρο και χωρίς μεταρρυθμιστικό όραμα.
Η Ελλάδα έχει αποκτήσει το πρώτο της φασίζων κόμμα καθώς συντελούνται δραματικές ανατροπές στο πολιτικό και κομματικό σκηνικό. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από τη χρεοκοπία του κρατικιστικού -πελατειακού οικονομικού προτύπου που συντήρησαν και ανέχθηκαν τα δυο μεγάλα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Μετά την ολέθρια τετραετία 1981-1985, χάθηκαν μια σειρά ευκαιριών για να γίνουν οι ζωτικές μεταρρυθμίσεις στον υπερτροφικό, σπάταλο, πελατειακό και διεφθαρμένο δημόσιο τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσουν τα σαθρά θεμέλια του οικονομικού οικοδομήματος στο πρώτο ταρακούνημα της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Η τραγωδία για τη χώρα είναι πως η κοινή γνώμη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υποστήριζε όλο και πιο έντονα την ανάγκη συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα. Ο «μεσαίος χώρος» των ψηφοφόρων, που καθόριζε τον νικητή ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, είχε εγκαταλείψει τις αρχικές κρατικιστικές του αντιλήψεις. Αντιλαμβάνονταν το οικονομικό κόστος από την επέκταση του δημοσίου τομέα. Κατανοούσε πως ήταν τα κρατικά ελλείμματα, τα οποία οδηγούσαν σε προγράμματα λιτότητας για την υπόλοιπη κοινωνία, πλην του προνομιούχου δημοσίου τομέα.
Ο μεσαίος χώρος της εποχής εκείνης αποτελείτο από μετριοπαθείς και πραγματιστές ψηφοφόρους που κινούντο εντός του τότε «συστήματος». Όμως αυτοί οι ψηφοφόροι βρίσκονται πλέον κυριολεκτικά στον αέρα. Καθώς μάλιστα στρέφονται στα άκρα. Μπορεί το 60% των ψηφοφόρων να δηλώνουν κεντρώοι, κεντροαριστεροί ή κεντροδεξιοί, και μόνο το 30% να αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί ή αριστεροί. Όμως η οργή τους για εκείνο που άφησε στο καταστροφικό διάβα του το δικομματικό σύστημα, τους κατευθύνει μακριά από τον μεσαίο χώρο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έως την άκρα δεξιά είτε του πρωτόγονου λαϊκιστή Καμένου, ή την καταφανώς πιο επικίνδυνη Χρυσή Αυγή.
Το δικομματικό σύστημα χρεώνεται τη χρεοκοπία. Επίσης την πρώτη διετία μετά την κρίση, απεδείχθη είτε ανίκανο κυβερνητικά, είτε λαϊκιστικό αντιπολιτευτικά, και άρα αναξιόπιστο. Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων της κοινής γνώμης, η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου μίλαγε για μεταρρυθμίσεις στο κράτος που δεν έκανε ποτέ, την ώρα που η ΝΔ του Σαμαρά αντιτάσσονταν σε αυτές, αντί να γίνει σημαιοφόρος τους.
Αν το δικομματικό σύστημα, που εξέφραζε σχεδόν όλο το εύρος του μεσαίου χώρου, έκανε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, η ύφεση θα ήταν ηπιότερη και θα αποφεύγονταν βαθειές και οριζόντιες περικοπές, κυρίως επί αδίκων και πρωτίστως επί των συνταξιούχων. Αλλά τα πελατειακά κόμματα ήθελαν πάνω από όλα να προστατεύσουν τα οργανωμένα σύνολα του δημόσιου τομέα και τις συντεχνίες που εκπροσωπούσαν τους διαχρονικούς «πελάτες» τους. Έτσι η κοινωνία συνεθλίβει από την «αμυντική» λιτότητα, χωρίς κανένα «επιθετικό» μεταρρυθμιστικό όραμα. Οδηγήθηκαν έτσι τμήματα της κοινωνίας στην τυφλή οργή.
Ο κεντρικός πυρήνας της ερμηνείας της ανόδου της Χρυσής Αυγής είναι λοιπόν πως εκφράζει, πολυεπίπεδα, την πιο έντονη κραυγή της αντισυστημικής οργής. Δεν ψηφίζεται κυρίως από «φασίστες», αλλά από τμήματα των ερειπίων του μεσαίου χώρου. Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ λαϊκίζει κρατικιστικά, αντί να χτίσει στέρεες γέφυρες στον μεσαίο χώρο. Ενώ η τρικομματική κυβέρνηση, παρά τον πιο υπεύθυνο πλέον Σαμαρά, αναλώνεται μετά μανίας στην προστασία των «πελατών» της από την προοπτική απολύσεων σε πλήθος άχρηστων οργανισμών. Έτσι η χώρα γίνεται καρυδότσουφλο στην καταιγίδα. Χωρίς σταθεροποιητικό μεσαίο χώρο και χωρίς μεταρρυθμιστικό όραμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου