Γράφει ο Κώστας Σκανδαλίδης
Πρόσφατα ο τόπος σύρθηκε σε δυο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε ένα πρωτοφανές και άκρως αποκαλυπτικό περιβάλλον. Σε πλήρη αντίθεση με το 2009, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πει «δεν γνώριζα». Όλοι γνωρίζαμε και τη θέση της χώρας και τις δεσμεύσεις μας και το μέγεθος της κρίσης και τον κίνδυνο ολικής κατάρρευσης.
Γιατί έγιναν οι εκλογές; Για να αντικαταστήσει απλώς ο «πολιτικός» Αντώνης Σαμαράς τον «τεχνοκράτη» Λουκά Παπαδήμο; Για να
τιμωρηθεί το ΠΑΣΟΚ που έφθασε από το 45% στο 12%, να διαγραφεί οριστικά από τον πολιτικό χάρτη της χώρας και να «νικήσουν» όλοι οι άλλοι;
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Οι εκλογές έγιναν για να αποφασίσει ο ίδιος ο λαός προς τα πού πρέπει να πορευτεί η χώρα, πώς να αντιμετωπίσει την κρίση, με ποια πρόταση εξόδου απ’αυτή. Όχι μόνο για να νομιμοποιήσει δημοκρατικά τις πολιτικές που ασκήθηκαν τα τελευταία χρόνια αλλά και να ανατρέψει στο μέτρο του δυνατού κάποια κακώς κείμενα. Και, κυρίως, να αλλάξει την διαπραγματευτική θέση της χώρας ενδυναμώνοντας την πολιτική της ηγεσία μέσα από συσπείρωση και συναίνεση ευρύτερων δυνάμεων, ώστε να μπορεί να θέσει έμπρακτα τις αιτούμενες αλλαγές.
Τι άκουσε από τα κόμματα και εμάς τους πολιτικούς;
Από την τυχοδιωκτική συνθηματολογία της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και της ακύρωσης των Μνημονίων έως την αλλαγή των δυσμενών τους όρων. Κανείς δεν είπε, ούτε καν υπονόησε, ότι θα ακολουθήσουμε όχι μόνο τον ίδιο δρόμο και με την ίδια φρασεολογία αλλά και με ακόμη σκληρότερους και δραματικά δυσβάστακτους όρους. Κανείς, ούτε οι πιο φανατικοί εραστές του Μνημονίου που βλέπουν τον χαμηλοσυνταξιούχο, το χαμηλόμισθο και τον άνεργο κάτι σαν απόστημα στην παραγωγικότητα της χώρας, δεν τόλμησαν προεκλογικά να αρθρώσουν το παραμικρό λόγο για τσουνάμι μέτρων που ξεπερνούν κατά πολύ όλες τις προηγούμενες περικοπές. Και όμως, από τη σκοπιά τους γνώριζαν.
Ο λαός αποφάσισε με ικανή πλειοψηφία την παραμονή στο ευρώ, με ισχνή πλειοψηφία την αναθεώρηση των δυσμενών όρων της σύμβασης απέναντι στην καταγγελία της και με καθολική άρνηση, τη συνέχιση και την σκληρότερη εκδοχή της ίδιας πολιτικής. Και προέκυψε η τρικομματική κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έθεσε τρεις θεμελιακές προϋποθέσεις για να καταστεί η κυβέρνηση πραγματικής εθνικής συνευθύνης. Πρώτον, να συγκροτηθεί πάνω σε μια συγκεκριμένη και όχι γενικόλογη προγραμματική συμφωνία με ορίζοντα τετραετίας των τριών κομμάτων. Δεύτερον, να συγκροτηθεί ομάδα εθνικής διαπραγμάτευσης που, με τη συμμετοχή και των αρχηγών, θα ενισχύσει αποφασιστικά τη διεθνή και ευρωπαϊκή θέση της χώρας και θα αξιοποιήσει τις πολιτικές εξελίξεις και τους νέους συσχετισμούς στην Ελλάδα. Και τρίτον, να εμπεδωθεί πάνω στην αξιοκρατία, τη διαφάνεια και την αξιολόγηση ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης.
Αυτή τη συμφωνία χαρακτήρισε «ευαγγέλιο» ο Πρωθυπουργός στις προγραμματικές δηλώσεις. Τι δείχνει η πράξη των πρώτων τριών μηνών; Καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση, επανάληψη στο κράτος των πιο λαμπρών παραδόσεων της Δεξιάς και, κυρίως, προτάσεις μέτρων που καθιστούν τη προγραμματική συμφωνία κουρελόχαρτο. Είναι φανερό ότι η συνέχιση αυτής της πολιτικής θα δοκιμάσει τη συνοχή της τρικομματικής κυβέρνησης και την αντοχή του Βαγγέλη Βενιζέλου και του Φώτη Κουβέλη.
Έρχομαι τώρα στα περιβόητα μέτρα. Όλοι αναγνωρίζουμε το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, τη δημοσιονομική κρίση και την κρίση χρέους που κυριαρχείται από την ύφεση. Όλοι αναγνωρίζουμε ότι η φοροδιαφυγή και η ανεργία είναι οι αιχμές της κρίσης, καθώς η πρώτη επιβάλλει την άδικη κατανομή των βαρών και η δεύτερη την πιο ακραία επίπτωσή της. Όλοι αναγνωρίζουμε -και οι πιο συντηρητικοί οικονομολόγοι- ότι η μνημονιακή συνταγή είναι λαθεμένη εξ αρχής και επιβλήθηκε εξ ανάγκης και ότι η αλλαγή της είναι σε συνάρτηση με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Όλοι, τέλος, αναγνωρίζουμε ότι η αναθεώρηση, η επαναδιαπραγμάτευση, η αναδιαμόρφωση, είναι συστατικό στοιχείο της δανειακής σύμβασης.
Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα όχι απλά το αναγνώρισε αλλά το διακήρυξε ανεξαρτήτως της φιλομνημονιακής ή αντιμνημονιακής του στάσης. Και θεώρησε εύλογα ότι η επιμήκυνση του χρόνου εφαρμογής του προγράμματος αποτελούσε μια αναγκαία προϋπόθεση που θα απάλυνε κατ΄ αρχήν τις δραματικές επιπτώσεις άδικων νέων μέτρων, καθώς η εφαρμογή τους θα εκτείνονταν στο χρόνο, και θα διασφάλιζε στη συνέχεια τη μη ολοκλήρωση εξ’ αιτίας την ανάκαμψης.
Σήμερα που βρισκόμαστε; Ποια αναθεώρηση επιτεύχθηκε εξαιτίας της εθνικής διαπραγμάτευσης; Τι άλλαξε μετά από δυο εκλογικές αναμετρήσεις; Οι επιδόσεις της χώρας στο δημοσιονομικό πεδίο είναι εντυπωσιακές και πρωτοφανείς, σε τι ευνόησαν τη συζήτηση, για τα νέα μέτρα; Έγινε καμία επεξεργασία, διατυπώθηκε καμία νέα πρόταση, συζητήθηκε κανένα νέο μέτρο πέρα από τα τετριμμένα και γνωστά; Αντιπαραθέσαμε μια διαφορετική λογική ένα άλλο «μείγμα πολιτικών» που προεκλογικά διαφήμιζε ο Αντώνης Σαμαράς και που οι περιστάσεις και οι ευρύτερες εξελίξεις στην Ευρώπη το καθιστούσαν επιτέλους εφικτό; Φοβάμαι πως όχι. Για να μη μιλήσω για τα «ισοδύναμα», που πολυδιαφημιστήκαν και ξεχάστηκαν «εν μια νυκτί».
Το δε νέο πακέτο, σε σχέση με το σύνολο των μέτρων που πήραμε ως κυβέρνηση τα δυόμιση τελευταία χρόνια σε περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, τα υπερβαίνει κατά 50 % τουλάχιστον. Οι πολίτες αναρωτιούνται, γιατί αυτή η ανοικτή παραπλάνηση, γιατί η τόση υποκρισία. Γιατί, εν τέλει, κάναμε εκλογές …
Και νιώθουν ακόμη μεγαλύτερη αγανάκτηση όταν ακούν τους ευρωπαίους αξιωματούχους, που επιβάλουν δια πυρός και σιδήρου τα νέα μέτρα, να μας εγκαλούν γιατί δεν τα παίρνουμε από τους πλούσιους και τους φοροφυγάδες αλλά την ώρα του λογαριασμού μας αναγκάζουν να τα χρεώνουμε στους μη έχοντες και κατέχοντες. Όμως, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι εξακολουθούμε να είμαστε υποκριτές και ανακόλουθοι.
Δεν επιβάλλαμε σκληρά τις αποδείξεις και την απόδοση ΦΠΑ, δεν αλλάξαμε ακόμη τη φορολογική πολιτική, δεν απλοποιήσαμε τα συστήματα, δεν χτυπήσαμε τα καρτέλ στα καύσιμα και τις τιμές, δεν ξεμπλοκάραμε το παραπαίον κράτος, δεν αντιδράσαμε στα εμπόδια που προβάλλει σταθερά το δικαστικό και γραφειοκρατικό κατεστημένο, δεν σημάναμε εν ολίγοις κανένα αναπτυξιακό συναγερμό.
Αυτά το ΠΑΣΟΚ τα πλήρωσε και μένει να αποδειχτεί αν έμαθε από τα λάθη του. Η νέα κυβέρνηση, όμως, δεν θα έπρεπε απ΄αυτά να ξεκινήσει; Πού είναι η πολιτική βούληση που ανταποκρίνεται στην κρισιμότητα των στιγμών; Που δείχνει ότι η πολιτική σηκώνει ξανά πρόσωπο προς τη χώρα που φαίνεται να γονατίζει;
Αντίθετα, διανέμονται και πάλι αξιώματα, θέσεις και οφίτσια λες και δεν συνέβη απολύτως τίποτε. Εν τω μεταξύ η ανομία, η ανασφάλεια, η απρόκλητη βία, η αυθαίρετη υποκατάσταση των δημόσιων θεσμών οδηγούν σε ολοκληρωτικές και επικίνδυνες ατραπούς. Μετρήσαμε ποτέ σε ποιο ποσοστό ευθύνεται η ανυποληψία και η υποκρισία του πολιτικού συστήματος για τον εκφασισμό της δημόσιας ζωής για τη νομιμοποίηση στη συνείδηση αθώων πολιτών των παραβατικών πρακτικών;
Οι επόμενες μέρες είναι κρίσιμες για τη χώρα, καθώς θα γίνει η τελική συζήτηση και ψηφοφορία για τα νέα μέτρα. Επιλογές όπως νέος κεφαλικός φόρος, κατάργηση αφορολόγητου, νέες περικοπές στα κατώτατα εισοδήματα, μισθούς και συντάξεις, πλήρη διάλυση εργασιακών σχέσεων, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές. Εξίσου κρίσιμο, όμως, αν όχι κρισιμότερο είναι η ανάγκη να αποκατασταθεί το κύρος της πολιτικής και η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Δεν μπορεί η Κυβέρνηση να εξακολουθεί να υπολείπεται των δανειστών και των τραπεζιτών και η Αντιπολίτευση να υποτάσσει το δημόσιο συμφέρον στις συντεχνειακές διεκδικήσεις και τους μικροκομματικούς της υπολογισμούς.
Αν δεν σηκώσει κεφάλι η πολιτική απέναντι στην οικονομία και στο κράτος των συμφερόντων που σήμερα κυριαρχούν στη χώρα, αν δεν υπάρχει πολιτική βούληση να σπάσουν οι δομές του κράτους – μεσίτη απέναντι στην αγορά ο τόπος δεν έχει ελπίδα, και τα όποια νέα μέτρα θα πέσουν για μια ακόμη φορά στον «πίθο των Δαναΐδων». Γιαυτό επιμένω: Αντί η κυβέρνηση να καταφεύγει σε συμβολικούς λαϊκισμούς και να αποδέχεται μοιρολατρικά τις εντολές της «τρόικας» ας εκφράσει αυτή την πολιτική βούληση και ας επαναδιατυπώσει την στρατηγική της.
*Ο Κώστας Σκανδαλίδης είναι βουλευτής της Α΄ Αθήνας με το ΠΑΣΟΚ
Πρόσφατα ο τόπος σύρθηκε σε δυο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε ένα πρωτοφανές και άκρως αποκαλυπτικό περιβάλλον. Σε πλήρη αντίθεση με το 2009, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πει «δεν γνώριζα». Όλοι γνωρίζαμε και τη θέση της χώρας και τις δεσμεύσεις μας και το μέγεθος της κρίσης και τον κίνδυνο ολικής κατάρρευσης.
Γιατί έγιναν οι εκλογές; Για να αντικαταστήσει απλώς ο «πολιτικός» Αντώνης Σαμαράς τον «τεχνοκράτη» Λουκά Παπαδήμο; Για να
τιμωρηθεί το ΠΑΣΟΚ που έφθασε από το 45% στο 12%, να διαγραφεί οριστικά από τον πολιτικό χάρτη της χώρας και να «νικήσουν» όλοι οι άλλοι;
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Οι εκλογές έγιναν για να αποφασίσει ο ίδιος ο λαός προς τα πού πρέπει να πορευτεί η χώρα, πώς να αντιμετωπίσει την κρίση, με ποια πρόταση εξόδου απ’αυτή. Όχι μόνο για να νομιμοποιήσει δημοκρατικά τις πολιτικές που ασκήθηκαν τα τελευταία χρόνια αλλά και να ανατρέψει στο μέτρο του δυνατού κάποια κακώς κείμενα. Και, κυρίως, να αλλάξει την διαπραγματευτική θέση της χώρας ενδυναμώνοντας την πολιτική της ηγεσία μέσα από συσπείρωση και συναίνεση ευρύτερων δυνάμεων, ώστε να μπορεί να θέσει έμπρακτα τις αιτούμενες αλλαγές.
Τι άκουσε από τα κόμματα και εμάς τους πολιτικούς;
Από την τυχοδιωκτική συνθηματολογία της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και της ακύρωσης των Μνημονίων έως την αλλαγή των δυσμενών τους όρων. Κανείς δεν είπε, ούτε καν υπονόησε, ότι θα ακολουθήσουμε όχι μόνο τον ίδιο δρόμο και με την ίδια φρασεολογία αλλά και με ακόμη σκληρότερους και δραματικά δυσβάστακτους όρους. Κανείς, ούτε οι πιο φανατικοί εραστές του Μνημονίου που βλέπουν τον χαμηλοσυνταξιούχο, το χαμηλόμισθο και τον άνεργο κάτι σαν απόστημα στην παραγωγικότητα της χώρας, δεν τόλμησαν προεκλογικά να αρθρώσουν το παραμικρό λόγο για τσουνάμι μέτρων που ξεπερνούν κατά πολύ όλες τις προηγούμενες περικοπές. Και όμως, από τη σκοπιά τους γνώριζαν.
Ο λαός αποφάσισε με ικανή πλειοψηφία την παραμονή στο ευρώ, με ισχνή πλειοψηφία την αναθεώρηση των δυσμενών όρων της σύμβασης απέναντι στην καταγγελία της και με καθολική άρνηση, τη συνέχιση και την σκληρότερη εκδοχή της ίδιας πολιτικής. Και προέκυψε η τρικομματική κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έθεσε τρεις θεμελιακές προϋποθέσεις για να καταστεί η κυβέρνηση πραγματικής εθνικής συνευθύνης. Πρώτον, να συγκροτηθεί πάνω σε μια συγκεκριμένη και όχι γενικόλογη προγραμματική συμφωνία με ορίζοντα τετραετίας των τριών κομμάτων. Δεύτερον, να συγκροτηθεί ομάδα εθνικής διαπραγμάτευσης που, με τη συμμετοχή και των αρχηγών, θα ενισχύσει αποφασιστικά τη διεθνή και ευρωπαϊκή θέση της χώρας και θα αξιοποιήσει τις πολιτικές εξελίξεις και τους νέους συσχετισμούς στην Ελλάδα. Και τρίτον, να εμπεδωθεί πάνω στην αξιοκρατία, τη διαφάνεια και την αξιολόγηση ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης.
Αυτή τη συμφωνία χαρακτήρισε «ευαγγέλιο» ο Πρωθυπουργός στις προγραμματικές δηλώσεις. Τι δείχνει η πράξη των πρώτων τριών μηνών; Καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση, επανάληψη στο κράτος των πιο λαμπρών παραδόσεων της Δεξιάς και, κυρίως, προτάσεις μέτρων που καθιστούν τη προγραμματική συμφωνία κουρελόχαρτο. Είναι φανερό ότι η συνέχιση αυτής της πολιτικής θα δοκιμάσει τη συνοχή της τρικομματικής κυβέρνησης και την αντοχή του Βαγγέλη Βενιζέλου και του Φώτη Κουβέλη.
Έρχομαι τώρα στα περιβόητα μέτρα. Όλοι αναγνωρίζουμε το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, τη δημοσιονομική κρίση και την κρίση χρέους που κυριαρχείται από την ύφεση. Όλοι αναγνωρίζουμε ότι η φοροδιαφυγή και η ανεργία είναι οι αιχμές της κρίσης, καθώς η πρώτη επιβάλλει την άδικη κατανομή των βαρών και η δεύτερη την πιο ακραία επίπτωσή της. Όλοι αναγνωρίζουμε -και οι πιο συντηρητικοί οικονομολόγοι- ότι η μνημονιακή συνταγή είναι λαθεμένη εξ αρχής και επιβλήθηκε εξ ανάγκης και ότι η αλλαγή της είναι σε συνάρτηση με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Όλοι, τέλος, αναγνωρίζουμε ότι η αναθεώρηση, η επαναδιαπραγμάτευση, η αναδιαμόρφωση, είναι συστατικό στοιχείο της δανειακής σύμβασης.
Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα όχι απλά το αναγνώρισε αλλά το διακήρυξε ανεξαρτήτως της φιλομνημονιακής ή αντιμνημονιακής του στάσης. Και θεώρησε εύλογα ότι η επιμήκυνση του χρόνου εφαρμογής του προγράμματος αποτελούσε μια αναγκαία προϋπόθεση που θα απάλυνε κατ΄ αρχήν τις δραματικές επιπτώσεις άδικων νέων μέτρων, καθώς η εφαρμογή τους θα εκτείνονταν στο χρόνο, και θα διασφάλιζε στη συνέχεια τη μη ολοκλήρωση εξ’ αιτίας την ανάκαμψης.
Σήμερα που βρισκόμαστε; Ποια αναθεώρηση επιτεύχθηκε εξαιτίας της εθνικής διαπραγμάτευσης; Τι άλλαξε μετά από δυο εκλογικές αναμετρήσεις; Οι επιδόσεις της χώρας στο δημοσιονομικό πεδίο είναι εντυπωσιακές και πρωτοφανείς, σε τι ευνόησαν τη συζήτηση, για τα νέα μέτρα; Έγινε καμία επεξεργασία, διατυπώθηκε καμία νέα πρόταση, συζητήθηκε κανένα νέο μέτρο πέρα από τα τετριμμένα και γνωστά; Αντιπαραθέσαμε μια διαφορετική λογική ένα άλλο «μείγμα πολιτικών» που προεκλογικά διαφήμιζε ο Αντώνης Σαμαράς και που οι περιστάσεις και οι ευρύτερες εξελίξεις στην Ευρώπη το καθιστούσαν επιτέλους εφικτό; Φοβάμαι πως όχι. Για να μη μιλήσω για τα «ισοδύναμα», που πολυδιαφημιστήκαν και ξεχάστηκαν «εν μια νυκτί».
Το δε νέο πακέτο, σε σχέση με το σύνολο των μέτρων που πήραμε ως κυβέρνηση τα δυόμιση τελευταία χρόνια σε περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, τα υπερβαίνει κατά 50 % τουλάχιστον. Οι πολίτες αναρωτιούνται, γιατί αυτή η ανοικτή παραπλάνηση, γιατί η τόση υποκρισία. Γιατί, εν τέλει, κάναμε εκλογές …
Και νιώθουν ακόμη μεγαλύτερη αγανάκτηση όταν ακούν τους ευρωπαίους αξιωματούχους, που επιβάλουν δια πυρός και σιδήρου τα νέα μέτρα, να μας εγκαλούν γιατί δεν τα παίρνουμε από τους πλούσιους και τους φοροφυγάδες αλλά την ώρα του λογαριασμού μας αναγκάζουν να τα χρεώνουμε στους μη έχοντες και κατέχοντες. Όμως, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι εξακολουθούμε να είμαστε υποκριτές και ανακόλουθοι.
Δεν επιβάλλαμε σκληρά τις αποδείξεις και την απόδοση ΦΠΑ, δεν αλλάξαμε ακόμη τη φορολογική πολιτική, δεν απλοποιήσαμε τα συστήματα, δεν χτυπήσαμε τα καρτέλ στα καύσιμα και τις τιμές, δεν ξεμπλοκάραμε το παραπαίον κράτος, δεν αντιδράσαμε στα εμπόδια που προβάλλει σταθερά το δικαστικό και γραφειοκρατικό κατεστημένο, δεν σημάναμε εν ολίγοις κανένα αναπτυξιακό συναγερμό.
Αυτά το ΠΑΣΟΚ τα πλήρωσε και μένει να αποδειχτεί αν έμαθε από τα λάθη του. Η νέα κυβέρνηση, όμως, δεν θα έπρεπε απ΄αυτά να ξεκινήσει; Πού είναι η πολιτική βούληση που ανταποκρίνεται στην κρισιμότητα των στιγμών; Που δείχνει ότι η πολιτική σηκώνει ξανά πρόσωπο προς τη χώρα που φαίνεται να γονατίζει;
Αντίθετα, διανέμονται και πάλι αξιώματα, θέσεις και οφίτσια λες και δεν συνέβη απολύτως τίποτε. Εν τω μεταξύ η ανομία, η ανασφάλεια, η απρόκλητη βία, η αυθαίρετη υποκατάσταση των δημόσιων θεσμών οδηγούν σε ολοκληρωτικές και επικίνδυνες ατραπούς. Μετρήσαμε ποτέ σε ποιο ποσοστό ευθύνεται η ανυποληψία και η υποκρισία του πολιτικού συστήματος για τον εκφασισμό της δημόσιας ζωής για τη νομιμοποίηση στη συνείδηση αθώων πολιτών των παραβατικών πρακτικών;
Οι επόμενες μέρες είναι κρίσιμες για τη χώρα, καθώς θα γίνει η τελική συζήτηση και ψηφοφορία για τα νέα μέτρα. Επιλογές όπως νέος κεφαλικός φόρος, κατάργηση αφορολόγητου, νέες περικοπές στα κατώτατα εισοδήματα, μισθούς και συντάξεις, πλήρη διάλυση εργασιακών σχέσεων, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές. Εξίσου κρίσιμο, όμως, αν όχι κρισιμότερο είναι η ανάγκη να αποκατασταθεί το κύρος της πολιτικής και η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Δεν μπορεί η Κυβέρνηση να εξακολουθεί να υπολείπεται των δανειστών και των τραπεζιτών και η Αντιπολίτευση να υποτάσσει το δημόσιο συμφέρον στις συντεχνειακές διεκδικήσεις και τους μικροκομματικούς της υπολογισμούς.
Αν δεν σηκώσει κεφάλι η πολιτική απέναντι στην οικονομία και στο κράτος των συμφερόντων που σήμερα κυριαρχούν στη χώρα, αν δεν υπάρχει πολιτική βούληση να σπάσουν οι δομές του κράτους – μεσίτη απέναντι στην αγορά ο τόπος δεν έχει ελπίδα, και τα όποια νέα μέτρα θα πέσουν για μια ακόμη φορά στον «πίθο των Δαναΐδων». Γιαυτό επιμένω: Αντί η κυβέρνηση να καταφεύγει σε συμβολικούς λαϊκισμούς και να αποδέχεται μοιρολατρικά τις εντολές της «τρόικας» ας εκφράσει αυτή την πολιτική βούληση και ας επαναδιατυπώσει την στρατηγική της.
*Ο Κώστας Σκανδαλίδης είναι βουλευτής της Α΄ Αθήνας με το ΠΑΣΟΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου