Γράφει ο Φώτης Κόλλιας
Μια Κυριακή του 1999 χτύπησε το κινητό. Στην άλλη άκρη ήταν η Αριστέα Μπουγάτσου. «Σε διαβάζω» μου λέει. «Θέλεις να δουλέψεις στην Καθημερινή;». Τότε ήμουν στην «Ημερησία» και είχα, μάλιστα, καλό μισθό, αλλά ποιος θα έλεγε «Οχι» σε μια πρόταση της «Καθημερινής». «Θέλω» λέω στην Αριστέα η οποία μου κανόνισε το ραντεβού με τον
τότε διευθυντή του Οικονομικού τμήματος. Πριν κλείσουμε, με ρωτάει: «Είσαι εκείνος ο ψηλός, ο φωνακλάς και χαμογελαστός, που βλέπω στις συνεντεύξεις τύπου;». «Ναι» της απαντάω.
Με την Αριστέα Μπουγάτσου μίλησα από κοντά, αφού είχα προσληφθεί στην «Καθημερινή» με τη δική της μεσολάβηση! Δουλέψαμε μαζί σχεδόν δέκα χρόνια στο ίδιο τμήμα. Η Αριστέα ήταν από τους λίγους ανυστερόβουλους ανθρώπους που συνάντησα στη ζωή μου. Ηταν πάντα εκεί, για οποιοδήποτε λόγο: Γιατρό ήθελες; Η Αριστέα. Δουλειά ήθελες; Η Αριστέα. Θέμα έψαχνες; Η Αριστέα. Θυμάμαι μια φορά στο εστιατόριο της «Καθημερινής» έρχεται ο οικονομικός διευθυντής του ομίλου και μου λέει «ωραίο αυτό το θέμα με τα κινητά τηλέφωνα». «Ναι, αλλά εταιρικό τηλέφωνο δεν έχετε δώσει στον άνθρωπο και πληρώνει από την τσέπη του» πετάγεται η Μπουγάτσου που καθόταν στο διπλανό τραπέζι. Σε μία ώρα είχα εταιρικό τηλέφωνο της Καθημερινής (τον ίδιο αριθμό έχω ακόμα και σήμερα!). Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο έπιασα δουλειά και στο ραδιόφωνο του «Σκάι».
Αλλά και όταν έμαθε πως φεύγω από την “Καθημερινή” (η ίδια ήταν άνεργη) πήρε τηλέφωνο. “Ετυχε να μιλήσω με τον Κ. Κοντογιώργο από το Euro2day και ψάχνουν άνθρωπο. Δεν πας να τον δεις” μου είπε. Ετυχε… Ετσι έπιασα δουλειά στο Euro2day. Η Αριστέα ήταν πάντα εκεί. Οχι μόνο για εμένα. Για δεκάδες ανθρώπους, από πολλές εφημερίδες, από πολλά επαγγέλματα.
Η Αριστέα Μπουγάτσου ερχόταν πρώτη και έφευγε τελευταία από το γραφείο. Επειτα από μια μακρά περίοδο «ψυγείου» την πέταξαν σα στυμμένη λεμονόκουπα. Δεν έκανε πίσω! Την παρακάλεσαν να «φτιάξει χαρακτήρα», να σταματήσει να ενοχλεί. Ανένδοτη. Κάθονταν και έγραφε αργά τη νύχτα ώστε να μην προλάβουν να λογοκρίνουν τα κείμενά της. Πάντα χειρόγραφα. Τους τελευταίους μήνες πριν φύγει, η κατάσταση θύμιζε κλεφτοπόλεμο. Δεν άντεξε και τα βρόντηξε. Λίγους μήνες μετά ήρθε σειρά άλλων για το «ψυγείο» και η συνέχεια είναι γνωστή.
Θεριό! Αυτή ήταν η Αριστέα Μπουγάτσου.
Γι’ αυτό και δεν έδωσε ευκαιρία στους υποκριτές να κλάψουν πάνω από το μνήμα της.
Μια Κυριακή του 1999 χτύπησε το κινητό. Στην άλλη άκρη ήταν η Αριστέα Μπουγάτσου. «Σε διαβάζω» μου λέει. «Θέλεις να δουλέψεις στην Καθημερινή;». Τότε ήμουν στην «Ημερησία» και είχα, μάλιστα, καλό μισθό, αλλά ποιος θα έλεγε «Οχι» σε μια πρόταση της «Καθημερινής». «Θέλω» λέω στην Αριστέα η οποία μου κανόνισε το ραντεβού με τον
τότε διευθυντή του Οικονομικού τμήματος. Πριν κλείσουμε, με ρωτάει: «Είσαι εκείνος ο ψηλός, ο φωνακλάς και χαμογελαστός, που βλέπω στις συνεντεύξεις τύπου;». «Ναι» της απαντάω.
Με την Αριστέα Μπουγάτσου μίλησα από κοντά, αφού είχα προσληφθεί στην «Καθημερινή» με τη δική της μεσολάβηση! Δουλέψαμε μαζί σχεδόν δέκα χρόνια στο ίδιο τμήμα. Η Αριστέα ήταν από τους λίγους ανυστερόβουλους ανθρώπους που συνάντησα στη ζωή μου. Ηταν πάντα εκεί, για οποιοδήποτε λόγο: Γιατρό ήθελες; Η Αριστέα. Δουλειά ήθελες; Η Αριστέα. Θέμα έψαχνες; Η Αριστέα. Θυμάμαι μια φορά στο εστιατόριο της «Καθημερινής» έρχεται ο οικονομικός διευθυντής του ομίλου και μου λέει «ωραίο αυτό το θέμα με τα κινητά τηλέφωνα». «Ναι, αλλά εταιρικό τηλέφωνο δεν έχετε δώσει στον άνθρωπο και πληρώνει από την τσέπη του» πετάγεται η Μπουγάτσου που καθόταν στο διπλανό τραπέζι. Σε μία ώρα είχα εταιρικό τηλέφωνο της Καθημερινής (τον ίδιο αριθμό έχω ακόμα και σήμερα!). Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο έπιασα δουλειά και στο ραδιόφωνο του «Σκάι».
Αλλά και όταν έμαθε πως φεύγω από την “Καθημερινή” (η ίδια ήταν άνεργη) πήρε τηλέφωνο. “Ετυχε να μιλήσω με τον Κ. Κοντογιώργο από το Euro2day και ψάχνουν άνθρωπο. Δεν πας να τον δεις” μου είπε. Ετυχε… Ετσι έπιασα δουλειά στο Euro2day. Η Αριστέα ήταν πάντα εκεί. Οχι μόνο για εμένα. Για δεκάδες ανθρώπους, από πολλές εφημερίδες, από πολλά επαγγέλματα.
Η Αριστέα Μπουγάτσου ερχόταν πρώτη και έφευγε τελευταία από το γραφείο. Επειτα από μια μακρά περίοδο «ψυγείου» την πέταξαν σα στυμμένη λεμονόκουπα. Δεν έκανε πίσω! Την παρακάλεσαν να «φτιάξει χαρακτήρα», να σταματήσει να ενοχλεί. Ανένδοτη. Κάθονταν και έγραφε αργά τη νύχτα ώστε να μην προλάβουν να λογοκρίνουν τα κείμενά της. Πάντα χειρόγραφα. Τους τελευταίους μήνες πριν φύγει, η κατάσταση θύμιζε κλεφτοπόλεμο. Δεν άντεξε και τα βρόντηξε. Λίγους μήνες μετά ήρθε σειρά άλλων για το «ψυγείο» και η συνέχεια είναι γνωστή.
Η Αριστέα ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους
της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην Ελλάδα και μάλιστα σε μια περίοδο
ακριβοπληρωμένων γραφείων τύπου, παχυλών κονδυλίων δημοσίων σχέσεων και
κρατικών αργομισθιών. Οταν όλοι πανηγύριζαν για την «ισχυρή Ελλάδα» του
Κ. Σημίτη και των προκατόχων του, για την ανάπτυξη που φέρνει η
χρηματιστηριακή φούσκα και για τις «επιτυχίες» ισχυρών επιχειρηματικών
ομίλων, η Μπουγάτσου αποκάλυπτε, με καταιγιστικό ρυθμό, τη διαφθορά, το
νεποτισμό, τη φαυλότητα που μας οδήγησαν σε λίγα χρόνια στη χρεοκοπία.
Οι έρευνές της, που βασίζονταν πάντα σε στοιχεία και έγγραφα, υπήρξαν
προφητικές για την τύχη ισχυρών επιχειρηματιών, αλλά και της ίδιας της
χώρας η οποία στο τέλος βούλιαξε μαζί με το μύθο που είχε στήσει η
πολιτική μας τάξη με τους διαπλεκόμενους συνεταίρους της.
Πήγα και την είδα την πρώτη φορά που μπήκε στο νοσοκομείο, όταν
διαπιστώθηκε πως είχε καρκίνο. Από τότε την είδα κάποιες φορές και στο
«Υγεία». Το πάλευε, όπως πάλεψε μέχρι τέλους.Θεριό! Αυτή ήταν η Αριστέα Μπουγάτσου.
Γι’ αυτό και δεν έδωσε ευκαιρία στους υποκριτές να κλάψουν πάνω από το μνήμα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου