Γράφει ο Φίλιπ Στίβενς
Τι απέγινε στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία; Ο φιλελεύθερος χρηματοοικονομικός καπιταλισμός μπορεί να αποδυναμώθηκε με το μεγάλο κραχ του 2008. Σε συνδυασμό με τις εξελίξεις και τον διχασμό στην Ουάσιγκτον υπήρξε η πίστη ότι θα επιτραπεί στην ευρωπαϊκή κεντροαριστερά να
προχωρήσει σε νέα επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης κράτους και αγορών. Πλέον, όμως, οι υποστηρικτές του κράτους θεωρούν ότι είναι τα θύματα του κραχ.
Στην πολιτική γεωγραφία της Ευρώπης επικρατούν οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις που αμφισβητούνται από λαϊκιστές επαναστάτες. Στα λίγα μέρη όπου κυριαρχεί, η κεντροαριστερά αντιμετωπίζει προβλήματα. Στις χώρες όπου η κεντροαριστερά βρίσκεται στον πιο οικείο ρόλο της αντιπολίτευσης δείχνει πιο πειστική.
Στη μετά κραχ εποχή, η κρατικοποίηση των χρεών του ιδιωτικού τομέα αποτελεί θανάσιμη απειλή για το περιβόητο κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης. Ακούω προοδευτικούς πολιτικούς να διαμαρτύρονται ότι αυτό είναι άδικο.
Γιατί θα έπρεπε οι ψηφοφόροι να δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε αυτούς που ευθύνονται περισσότερο γι' αυτήν τη φρικτή οικονομική κατάσταση από ό,τι σε εκείνους που πάντα πίστευαν στον περιορισμό των αγορών;
Δύο είναι οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα: Πρώτον, ότι η κεντροαριστερά συνέβαλε στην πιστωτική φούσκα. Ενόσω υπήρχαν χρήματα για αναδιανομή κανένας δεν έκανε ερωτήσεις. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, ότι η απάντηση των προοδευτικών στον απόηχο του κραχ δεν ήταν καθόλου πειστική.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Γαλλίας τύποις βρίσκεται στην εξουσία, αλλά δεν δείχνει να έχει την αντίστοιχη ισχύ. Ο Φρανσουά Ολάντ αντιμετώπιζε δυσκολίες πολύ πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο της φοροδιαφυγής που εμπλέκει μέλη της κυβέρνησής του. Στην ουσία, ο Γάλλος πρόεδρος δεν είναι ο αριστερός. Για τα γαλλικά δεδομένα, οι μεταρρυθμίσεις του είναι μετρίως ριζικές. Η εκλογική του νίκη ήταν ουσιαστικά απόρριψη του Νικολά Σαρκοζί. Ο ίδιος δεν κατάφερε να δείξει ότι διαθέτει χαρακτηριστικά ηγέτη, καθώς δεν είχε ούτε ένα δικό του σχέδιο. Αντί αυτού, η κυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από το ανόητο πλάνο για φορολόγηση των πλουσίων με συντελεστή 75%.
Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, το Εργατικό Κόμμα του Εντ Μίλιμπαντ με την πρώτη ματιά φαίνεται πως ευημερεί στον ρόλο της αντιπολίτευσης. Η Βρετανία έχει έναν συντηρητικό πρωθυπουργό χωρίς σαφή στρατηγική, στο τιμόνι ενός συνασπισμού του οποίου η οικονομική πολιτική έχει ναυαγήσει. Η οικονομία είναι στάσιμη και το δημοσιονομικό έλλειμμα της Βρετανίας σύντομα θα είναι μεγαλύτερο από εκείνο της Ελλάδας.
Παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι οι Εργατικοί προηγούνται στις δημοσκοπήσεις είναι παραπλανητικό. Όσο απογοητευμένοι κι αν είναι οι ψηφοφόροι με τη λιτότητα, δεν δείχνουν ενθουσιώδεις για στροφή προς τα αριστερά. Σε περίπτωση όπου ο κ. Μίλιμπαντ κερδίσει τις εκλογές του 2015 -εξαιρετικά πιθανό δεδομένων των αποτυχιών της κυβέρνησης- ελάχιστοι από το κόμμα του ξέρουν πως θα κυβερνήσει.
Παρόμοια σύγχυση επικρατεί και σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Στην Ιταλία, η αριστερή συμμαχία του Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση λόγω του άναρχου λαϊκισμού του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Με όσους έχω μιλήσει στο Βερολίνο, ουδείς προβλέπει ότι οι σοσιαλδημοκράτες θα καταφέρουν να νικήσουν την Άγκελα Μέρκελ στις εκλογές του φθινοπώρου. Οι Ισπανοί ψηφοφόροι μπορεί να δυσανασχετούν με τη λιτότητα, αλλά η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι αντιμετωπίζει περισσότερα προβλήματα με θέματα διαφθοράς από ό,τι οι σοσιαλιστές. Στη Σκανδιναβία, που είναι και η έδρα της μοντέρνας σοσιαλδημοκρατίας, υπήρξε απότομη αύξηση του λαϊκισμού κατά των μεταναστών.
Πολλά από αυτά τα κόμματα θα συγκεντρωθούν στην Κοπεγχάγη την επόμενη εβδομάδα σε ένα συνέδριο που διοργανώνεται από το πιο "έξυπνο" think tank των προοδευτικών, το Policy Network. Αναμφίβολα θα μιλήσουν περί λιτότητας, ανισότητας και για την εξάπλωση της μάστιγας της λαϊκιστικής δεξιάς. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν θα φέρει αποτελέσματα, εάν οι σοσιαλδημοκράτες δεν κατανοήσουν πρώτα τι πρέπει να κάνουν για να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη.
Η επίρριψη όλων των ευθυνών στους τραπεζίτες και η διαμαρτυρία κατά των περικοπών στις δαπάνες βρίσκει απήχηση στους ψηφοφόρους, που πιέζονται. Αποτελεί, όμως, επίσης μετάθεση του προβλήματος. Ο Olaf Cramme, ο διευθυντής του Policy Network, το θέτει σωστά: «Η κεντροαριστερά έχει εγκλωβιστεί σε παγίδα αξιοπιστίας. Το λάθος είναι ότι συγχέουμε την εμπάθεια για πολιτική κατά της λιτότητας με εγγύηση για νίκη στις εκλογές. Οι ψηφοφόροι, όσο κι αν δυσανασχετούν με τις περικοπές, είναι βαθύτατα σκεπτικοί για τη στήριξη ενός μεγάλου κράτους, που θα χρηματοδοτείται από τον δανεισμό».
Όσο η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το χρέος και τα ελλείμματα, η κεντροδεξιά έχει πλεονέκτημα. Ένα πρώτο βήμα σοφίας για την κεντροαριστερά θα ήταν η προθυμία να αναγνωρίσει τα όρια που τίθενται για το μέγεθος του κράτους στη μετά κραχ εποχή. Δεν είναι όλες οι δημόσιες δαπάνες καλές και δεν είναι όλες οι περικοπές κακές.
Το κράτος πρόνοιας της Ευρώπης βασίστηκε στην προϋπόθεση της ανάπτυξης. Αυτό θα έπρεπε να συζητούν οι σοσιαλδημοκράτες. Αυτό που χρειάζεται, πάνω απ' όλα, είναι μία ανάλυση που να ξεπερνά την παλιά υποταγή στην κεϊνσιανή πολιτική των δημοσιονομικών κινήτρων της οικονομίας.
Οι διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν κακή φήμη για την κεντροαριστερά. Δεν θα έπρεπε όμως. Οι μεγάλες προκλήσεις για το κράτος πρόνοιας, συνολικά -όπως ο διεθνής ανταγωνισμός και η γήρανση του πληθυσμού-, είναι διαρθρωτικές και όχι κυκλικές. Διαρθρωτική λοιπόν θα πρέπει να είναι και η λύση.
Δεν υπάρχει τίποτα δεξιό στη θέσπιση σκληρών όρων για τα επιδόματα, εάν συνδυάζονται με σοβαρές επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, όπως η παιδεία και η κατάρτιση. Ρωτήστε τους Σκανδιναβούς. Η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης αφορά τη δικαιοσύνη μεταξύ των διαφορετικών γενιών. Οι δαπάνες για παροχές σε παιδιά είναι καλύτερες από επιδόματα που καταβάλλονται σε μετρητά. Η ευέλικτη αγορά εργασίας μπορεί να ξεκλειδώσει θέσεις εργασίας για τους νέους. Οι δημόσιες υπηρεσίες μπορεί ορισμένες φορές να παρέχονται με επιτυχία από ιδιώτες εργολάβους. Οι σοσιαλδημοκράτες θα έπρεπε να υποστηρίζουν δυναμικά τέτοιες μεταρρυθμίσεις.
Σε ένα θέμα η Μέρκελ έχει δίκιο: Η Ευρώπη θα μπορεί να χρηματοδοτεί ένα πολιτισμένο κοινωνικό μοντέλο μόνο εάν ανακτήσει τη διεθνή της ανταγωνιστικότητα. Οι χρηματαγορές θα αποδεχθούν το επιχείρημα για περιορισμένη μείωση των ελλειμμάτων μόνο εάν πειστούν ότι οι κυβερνήσεις είναι δεσμευμένες στην ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής των οικονομιών τους.
Οι ψηφοφόροι θα εμπιστευθούν τα κόμματα της κεντροαριστεράς με τα χρήματά τους μόνο εάν θεωρήσουν ότι οι επικεφαλής τους είναι όχι μόνο δίκαιοι, αλλά και πρακτικοί. Κάποιος κάποτε το έθεσε πολύ έξυπνα μιλώντας για γάμο της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Ηταν ο Τόνι Μπλερ. Σκεφτείτε, όμως, ότι κέρδισε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις.
Financial Times
Τι απέγινε στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία; Ο φιλελεύθερος χρηματοοικονομικός καπιταλισμός μπορεί να αποδυναμώθηκε με το μεγάλο κραχ του 2008. Σε συνδυασμό με τις εξελίξεις και τον διχασμό στην Ουάσιγκτον υπήρξε η πίστη ότι θα επιτραπεί στην ευρωπαϊκή κεντροαριστερά να
προχωρήσει σε νέα επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης κράτους και αγορών. Πλέον, όμως, οι υποστηρικτές του κράτους θεωρούν ότι είναι τα θύματα του κραχ.
Στην πολιτική γεωγραφία της Ευρώπης επικρατούν οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις που αμφισβητούνται από λαϊκιστές επαναστάτες. Στα λίγα μέρη όπου κυριαρχεί, η κεντροαριστερά αντιμετωπίζει προβλήματα. Στις χώρες όπου η κεντροαριστερά βρίσκεται στον πιο οικείο ρόλο της αντιπολίτευσης δείχνει πιο πειστική.
Στη μετά κραχ εποχή, η κρατικοποίηση των χρεών του ιδιωτικού τομέα αποτελεί θανάσιμη απειλή για το περιβόητο κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης. Ακούω προοδευτικούς πολιτικούς να διαμαρτύρονται ότι αυτό είναι άδικο.
Γιατί θα έπρεπε οι ψηφοφόροι να δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε αυτούς που ευθύνονται περισσότερο γι' αυτήν τη φρικτή οικονομική κατάσταση από ό,τι σε εκείνους που πάντα πίστευαν στον περιορισμό των αγορών;
Δύο είναι οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα: Πρώτον, ότι η κεντροαριστερά συνέβαλε στην πιστωτική φούσκα. Ενόσω υπήρχαν χρήματα για αναδιανομή κανένας δεν έκανε ερωτήσεις. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, ότι η απάντηση των προοδευτικών στον απόηχο του κραχ δεν ήταν καθόλου πειστική.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Γαλλίας τύποις βρίσκεται στην εξουσία, αλλά δεν δείχνει να έχει την αντίστοιχη ισχύ. Ο Φρανσουά Ολάντ αντιμετώπιζε δυσκολίες πολύ πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο της φοροδιαφυγής που εμπλέκει μέλη της κυβέρνησής του. Στην ουσία, ο Γάλλος πρόεδρος δεν είναι ο αριστερός. Για τα γαλλικά δεδομένα, οι μεταρρυθμίσεις του είναι μετρίως ριζικές. Η εκλογική του νίκη ήταν ουσιαστικά απόρριψη του Νικολά Σαρκοζί. Ο ίδιος δεν κατάφερε να δείξει ότι διαθέτει χαρακτηριστικά ηγέτη, καθώς δεν είχε ούτε ένα δικό του σχέδιο. Αντί αυτού, η κυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από το ανόητο πλάνο για φορολόγηση των πλουσίων με συντελεστή 75%.
Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, το Εργατικό Κόμμα του Εντ Μίλιμπαντ με την πρώτη ματιά φαίνεται πως ευημερεί στον ρόλο της αντιπολίτευσης. Η Βρετανία έχει έναν συντηρητικό πρωθυπουργό χωρίς σαφή στρατηγική, στο τιμόνι ενός συνασπισμού του οποίου η οικονομική πολιτική έχει ναυαγήσει. Η οικονομία είναι στάσιμη και το δημοσιονομικό έλλειμμα της Βρετανίας σύντομα θα είναι μεγαλύτερο από εκείνο της Ελλάδας.
Παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι οι Εργατικοί προηγούνται στις δημοσκοπήσεις είναι παραπλανητικό. Όσο απογοητευμένοι κι αν είναι οι ψηφοφόροι με τη λιτότητα, δεν δείχνουν ενθουσιώδεις για στροφή προς τα αριστερά. Σε περίπτωση όπου ο κ. Μίλιμπαντ κερδίσει τις εκλογές του 2015 -εξαιρετικά πιθανό δεδομένων των αποτυχιών της κυβέρνησης- ελάχιστοι από το κόμμα του ξέρουν πως θα κυβερνήσει.
Παρόμοια σύγχυση επικρατεί και σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Στην Ιταλία, η αριστερή συμμαχία του Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση λόγω του άναρχου λαϊκισμού του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Με όσους έχω μιλήσει στο Βερολίνο, ουδείς προβλέπει ότι οι σοσιαλδημοκράτες θα καταφέρουν να νικήσουν την Άγκελα Μέρκελ στις εκλογές του φθινοπώρου. Οι Ισπανοί ψηφοφόροι μπορεί να δυσανασχετούν με τη λιτότητα, αλλά η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι αντιμετωπίζει περισσότερα προβλήματα με θέματα διαφθοράς από ό,τι οι σοσιαλιστές. Στη Σκανδιναβία, που είναι και η έδρα της μοντέρνας σοσιαλδημοκρατίας, υπήρξε απότομη αύξηση του λαϊκισμού κατά των μεταναστών.
Πολλά από αυτά τα κόμματα θα συγκεντρωθούν στην Κοπεγχάγη την επόμενη εβδομάδα σε ένα συνέδριο που διοργανώνεται από το πιο "έξυπνο" think tank των προοδευτικών, το Policy Network. Αναμφίβολα θα μιλήσουν περί λιτότητας, ανισότητας και για την εξάπλωση της μάστιγας της λαϊκιστικής δεξιάς. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν θα φέρει αποτελέσματα, εάν οι σοσιαλδημοκράτες δεν κατανοήσουν πρώτα τι πρέπει να κάνουν για να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη.
Η επίρριψη όλων των ευθυνών στους τραπεζίτες και η διαμαρτυρία κατά των περικοπών στις δαπάνες βρίσκει απήχηση στους ψηφοφόρους, που πιέζονται. Αποτελεί, όμως, επίσης μετάθεση του προβλήματος. Ο Olaf Cramme, ο διευθυντής του Policy Network, το θέτει σωστά: «Η κεντροαριστερά έχει εγκλωβιστεί σε παγίδα αξιοπιστίας. Το λάθος είναι ότι συγχέουμε την εμπάθεια για πολιτική κατά της λιτότητας με εγγύηση για νίκη στις εκλογές. Οι ψηφοφόροι, όσο κι αν δυσανασχετούν με τις περικοπές, είναι βαθύτατα σκεπτικοί για τη στήριξη ενός μεγάλου κράτους, που θα χρηματοδοτείται από τον δανεισμό».
Όσο η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το χρέος και τα ελλείμματα, η κεντροδεξιά έχει πλεονέκτημα. Ένα πρώτο βήμα σοφίας για την κεντροαριστερά θα ήταν η προθυμία να αναγνωρίσει τα όρια που τίθενται για το μέγεθος του κράτους στη μετά κραχ εποχή. Δεν είναι όλες οι δημόσιες δαπάνες καλές και δεν είναι όλες οι περικοπές κακές.
Το κράτος πρόνοιας της Ευρώπης βασίστηκε στην προϋπόθεση της ανάπτυξης. Αυτό θα έπρεπε να συζητούν οι σοσιαλδημοκράτες. Αυτό που χρειάζεται, πάνω απ' όλα, είναι μία ανάλυση που να ξεπερνά την παλιά υποταγή στην κεϊνσιανή πολιτική των δημοσιονομικών κινήτρων της οικονομίας.
Οι διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν κακή φήμη για την κεντροαριστερά. Δεν θα έπρεπε όμως. Οι μεγάλες προκλήσεις για το κράτος πρόνοιας, συνολικά -όπως ο διεθνής ανταγωνισμός και η γήρανση του πληθυσμού-, είναι διαρθρωτικές και όχι κυκλικές. Διαρθρωτική λοιπόν θα πρέπει να είναι και η λύση.
Δεν υπάρχει τίποτα δεξιό στη θέσπιση σκληρών όρων για τα επιδόματα, εάν συνδυάζονται με σοβαρές επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, όπως η παιδεία και η κατάρτιση. Ρωτήστε τους Σκανδιναβούς. Η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης αφορά τη δικαιοσύνη μεταξύ των διαφορετικών γενιών. Οι δαπάνες για παροχές σε παιδιά είναι καλύτερες από επιδόματα που καταβάλλονται σε μετρητά. Η ευέλικτη αγορά εργασίας μπορεί να ξεκλειδώσει θέσεις εργασίας για τους νέους. Οι δημόσιες υπηρεσίες μπορεί ορισμένες φορές να παρέχονται με επιτυχία από ιδιώτες εργολάβους. Οι σοσιαλδημοκράτες θα έπρεπε να υποστηρίζουν δυναμικά τέτοιες μεταρρυθμίσεις.
Σε ένα θέμα η Μέρκελ έχει δίκιο: Η Ευρώπη θα μπορεί να χρηματοδοτεί ένα πολιτισμένο κοινωνικό μοντέλο μόνο εάν ανακτήσει τη διεθνή της ανταγωνιστικότητα. Οι χρηματαγορές θα αποδεχθούν το επιχείρημα για περιορισμένη μείωση των ελλειμμάτων μόνο εάν πειστούν ότι οι κυβερνήσεις είναι δεσμευμένες στην ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής των οικονομιών τους.
Οι ψηφοφόροι θα εμπιστευθούν τα κόμματα της κεντροαριστεράς με τα χρήματά τους μόνο εάν θεωρήσουν ότι οι επικεφαλής τους είναι όχι μόνο δίκαιοι, αλλά και πρακτικοί. Κάποιος κάποτε το έθεσε πολύ έξυπνα μιλώντας για γάμο της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Ηταν ο Τόνι Μπλερ. Σκεφτείτε, όμως, ότι κέρδισε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις.
Financial Times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου