Eνα νέο μοντέλο ενημέρωσης ξεκίνησε ήδη στη Νέα Φιλαδέλφεια και τη Νέα Χαλκηδόνα. Από εδώ, μπορείτε καθημερινά να ενημερώνεστε για ό,τι συμβαίνει στην πόλη μας, αλλά και να γίνετε ΕΣΕΙΣ ο ρεπόρτερ, που θα μας στέλνετε ό,τι βλέπετε γύρω σας και σας κάνει εντύπωση. Σας περιμένουμε στο mail ta.pragmata@yahoo.gr

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Μνήμη Μικρασίας- "Το νούμερο 31328" του Ηλία Βενέζη (μέρος Ε!)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
κακώθην κα ταπεινώθην ως σφόδρα, ρυόμην π στεναγμο τς καρδίας μου.4
Νυχτωθήκαμε στο Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ' ένα σκοτεινό χαμηλό χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μια μυρουδιά από κοπριά, από θειάφι κι αγιοσύνη. Καταλάβαμε πως πρόκειται για έναν οίκο του Υψίστου που χρησίμευε τώρα για στάβλος ή
αποθήκη.
Νεκρή ησυχία βασίλευε. Χύσαμε με τις χούφτες το θόρυβο που έβγαινε απ' τα πικραμένα στόματά μας. Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στις πλάκες όπως βρεθήκαμε ο καθένας. Ο Αργύρης κοντά μου. Στο βάθος, προς το μέρος του Ιερού, πήγε η φαμίλια. Το καταλαβαίνω απ' το παιδάκι που κλαίει. Θα φοβάται το πολύ σκοτάδι.
Η πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη — κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπάραζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ' το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ' το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσεις είναι αδύνατο πια να σαλέψεις χωρίς να δαγκάνεις, να βγει αίμα απ' τον πόνο. Πεινούσαμε.
—Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;... με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρει κουράγιο από μένα.
Κ' εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:
—Θα βαστάξουμε, Αργύρη.
—Ελπίζεις;...
—Ελπίζω.
Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνει φουσκαλίδες. Ένα δυο απ' αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Του λέω πως υποφέρω κ' εγώ, σώπα.
Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο:
—Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;...
Θα ήταν έντεκα η ώρα, τη νύχτα, όταν έτριξε η πόρτα. Δυo τρεις στρατιώτες μιλούσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ' εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε. Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.
Σαν φτάξανε σ' εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.
—Θέλεις; λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.
Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει:
—Όχι για την ώρα.
—Τη γυναίκα;
—Ναι.
—Θα περιμένεις σειρά, λέει ο πρώτος.
—Θα περιμένω.
Απομακρύνουνται.
Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα. Μα κ' εγώ τα υποπτεύουμαι. Είναι τόσο κοντά μου, ακούγω την καρδιά του που χτυπά γρήγορα. Μα γρήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.
—Ηλία... μουρμουρμίζει συγκινημένος. Α, «αυτό» όχι! Όχι!
Κ' εμένα μ' έχει περιχύσει ο ίδρος απ' το φόβο. «Αυτό» δεν το είχα υποπτευτεί, δεν το υπολόγιζα. Θυμούμαι μονομιάς ένα σωρό ιστορίες που είχα ακουστά. Μια ξαφνική αξιοπρέπεια τινάζεται σα λόχη μες από κει, απ' το ταπεινωμένο ζο. Μια περηφάνια, μες στις μύξες, στη γύμνια, στα δάκρυα — ναι, ήταν ολότελα κωμικό.
Παίρνω αμέσως την απόφαση:
—Αργύρη, εγώ θα προτιμήσω να πεθάνω. Θα κάμω ό,τι μπορώ...
Δεν ακούγω την απάντησή του. Ίσως γιατί τρέμει. Δε θέλει ν' αγγίσει τη βεβαιότητα πως δεν πρόκειται να ζήσουμε. Γιατί, γιατί είναι έτσι ωραία να έχεις μια θερμή καρδιά, να είναι ήλιος, η θάλασσα...
—Αλλά «αυτό» όχι... Όχι «αυτό...» μουρμούρισε πάλι.
Το κερί έφταξε στον προορισμό του, στο Ιερό. Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος· χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα άλλη μια κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται, νοιάζονταν να μη γίνει θόρυβος.
Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κουνιούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ' εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δυο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο μέτωπο, πέφτει εκεί πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήμερο— μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ' την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τ' άλειψε με φως.
—Γλιτώστε με!... Γλιτώστε με!...
Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μες στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
—Κ' εσύ δε με σκοτώνεις! του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!...
Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
—Λυπηθείτε μας!... Λυπηθείτε μας!...
Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ' αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ' η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνιζε μαζί της:
—Μητερούλα!... Μητερούλα!...
Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε.
Βγήκαν απ' το Ιερό. Σταμάτησαν κοντά στην είσοδο, πίσω από μια κολόνα. Ένας τους πήρε μια πλατιά σανιδένια τάβλα, που ήταν στην πόρτα, και την ακούμπησε στην κολόνα, να προφυλάξει το μέρος να μη βλέπουμε. Μα για το σκοπό τούτον η τάβλα ήταν μικρή, πιο μικρή απ' το μπόι του ανθρώπου. Λίγα πράματα μονάχα κρύβουνταν.
—Εδώ μέσα!... Μπρος στα μάτια μας!... μουρμουρίζει ένας με φρίκη. Τα σκυλιά!
—Σουτ! κάνει κάποιος άλλος.
Κρυμμένοι μες στο σκοτάδι είχαμε κολλήσει τα μάτια εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν. Κοιτάζαμε με περιέργεια αδυσώπητη, σα λύσσα, μη μας φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια. Ο ένας στρατιώτης πολεμούσε να ρίξει τη γυναίκα ανάσκελα χάμου. Δεν έπεφτε. Τότες την έπιασαν οι δυο απ' τα χέρια κι ο τρίτος απ' τα ποδάρια. Άφησαν πια κατά μέρος την αβρότητα. Τα χέρια τους, τα κορμιά τους δούλευαν με γρήγορες νευρικές κινήσεις, δεν άντεχαν πια. Την ξάπλωσαν ανάσκελα. Ο μεσαίος στρατιώτης βιαζόταν να τη λευτερώσει από ένα δυο ρούχα. Οι άλλοι την κρατούσαν με τα χέρια κολλημένα πάνου στο στήθος. Για μια τελευταία φορά πολέμησε να μαζέψει τις δυνάμεις της, ν' αντισταθεί. Ξέφυγε, στριφογύρισε σα φίδι, ουρλιάζοντας:
—Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!
Τη φέραν πάλι στα ίδια, ανάσκελα, με κολλημένα πάνω της τα τρία ζευγάρια χέρια. Μη έχοντας πια να κάμει τίποτα άλλο, έπιασε να χτυπά το κεφάλι της απανωτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ο βουβός κρότος νοιαζόταν να διατηρηθεί μια στιγμή μες στις φωνές της, που ολοένα αδυνάτιζαν.
Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκουγες μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ένα παράπονο. Και πολύ αραιά, ένα δυο τελευταία χτυπήματα του κεφαλιού στις πλάκες — κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μες στη λαχανιασμένη ανάσα του ζου, από πάνω της, που «εκφραζόταν».
Γύρισα τα μάτια. Δυo τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί κοντά κοντά, ολόρθοι, και κάνανε ένα προπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του με τις μπούκλες που βέλαζε, το 'σφιγγε.
—Πώς θα το βαστάξω;... Πώς θα το βαστάξω;... μουρμούριζε μες στα δάκρυά του.
Ένας απ' τους δικούς μας θέλησε να τον ησυχάσει.
—Σύντροφε, δεν είναι ντροπή. Όλοι μας μια μέρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κάμεις εσύ τίποτα...
Ο σιγανός ολολυγμός ερχόταν ολοένα πιο αδύνατος απ' το άλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα εκεί. Περνούσε μες απ' το προπέτασμα που κάναμε γύρω στον άντρα της, έφτανε σα λυρική νότα, ένας στίχος με σούρουπο, ένα «παρών».
—Δεν είναι ντροπή, σύντροφε...
—Μα είναι γι' αυτό τώρα;... τινάζεται απελπισμένα. Δεν την ακούτε εκεί χωρίς βοήθεια;Τ ώ ρ α
Τώρα τι να κάμω!Τ ώ ρ α
Τώρα!Τ ώ ρ α
Τώρα!
Περιμέναμε. Ήθελα να γυρίσω πάλι να δω εκεί που προσφερόταν η θυσία, αν τελείωσαν. Ντρεπόμουν. Γι' αυτό γύριζα με δόσεις, έκανα πως κοίταζα παραδώ, στο μέρος της εκκλησιάς, στο θόλο. Στην κοντύτερη προς το Ιερό κολόνα ήταν ζωγραφισμένος ένας μισοξυσμένος άγιος, ψηλά ψηλά. Μόλις τον ξεχώριζα στο λίγο φως.
Θα πέρασαν ίσαμε τρία τέταρτα της ώρας. Οι στρατιώτες φύγανε. Ξέχασαν και το κερί. Πήγαμε σιγά εκεί που την άφησαν, σωπαίνοντας, σα να μην τολμούσαμε. Ήταν σχεδόν αναίσθητη. Τη σκεπάσαμε όπως όπως με τα ρούχα της και τη σηκώσαμε στα χέρια μας με προφύλαξη, σαν πολύτιμο και εύθραυστο πράμα. Το χλωμό πρόσωπο ακινητούσε, τραβηγμένο απ' την πείνα κι απ' τα δάκρυα. Τα μάτια κλειστά. Ένα ήμερο παράπονο παιδιού σάλευε στα πανιασμένα χείλια. Έτσι τη φέραμε κοντά στον άντρα της και στο παιδάκι της.
Χύθηκαν κ' οι δυο πάνου της, την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν, φώναζαν. Εκείνη τίποτα. Δε σάλευε. Κάποιος έτρεξε κ' έφερε το κερί. Όλοι θέλαμε να δώσουμε μια μικρή βοήθεια. Ένας έπιασε να της κατεβάζει χαστούκια για να τη συνεφέρει. Με τα χτυπήματα τινάχτηκαν δυο τρεις στάλες σιχαμένα δάκρυα. Τα χείλια της λαστιχάρισαν μια, τακ! Όλοι φώναζαν — πανδαιμόνιο.
Μες σ' αυτή τη φασαρία βλέπω τον άντρα της χαμένον, έξω απ' τον εαυτό του, να γυρίζει κοιτάζοντας πλάι του. Απλώνει το χέρι σε μια κουβάρα κίτρινη σκόνη, χυμένη καταγής, αρπά μια χούφτα και κάνει να την καταπιεί.
Ένας δικός μας χύνεται και του πιάνει το χέρι.
—Τι κάνεις! του φωνάζει.
—Τι είναι; τι είναι; τον ρωτώ.
—Δεν το βλέπεις; Θειάφι!
—Θειάφι;!
—Θέλει να ψακωθεί! Το φουκαρά...
Τον σήκωσαν με το ζόρι και τον πήγαν πιο πέρα, να μη βλέπει.
Η απελπισία του είχε τραβήξει όλη τη συμπόνια των συντρόφων μου. Η τιμή του που στραπατσαρίστηκε. Ασυναίσθητα ένας ένας τραβήχτηκαν απ' τον κύκλο που κάναν γύρω στη γυναίκα και πήγαν προς το μέρος εκείνου. Σαν από ανδρική αλληλεγγύη.
Στο μεταξύ κ' η γυναίκα έπιασε να συνεφέρνει. Γύρεψε το παιδάκι της. Έσκυψε πάνω του σαν τεράστιο πουλί, γύρισε το κεφάλι της στα σκοτεινά. Έτσι γερμένη, γεμάτη ντροπή, άρχισε πάλι να κλαίει ήμερα, ανθρώπινα, σχεδόν πολιτισμένα.
Έφυγε κι ο τελευταίος σύντροφος από σιμά της. Μείναμε εγώ μονάχα κι ο Αργύρης. Ολόρθοι. Τον βλέπω που σκύβει απάνω της διακριτικά, απλώνει το χέρι του στον ώμο της με φόβο. Μόλις την αγγίζει.
—Μην κλαίτε..., της λέει.
Έτσι: «Μην κλαίτε». Στον πληθυντικό.
Μα αυτή η απρόοπτη ευγένεια της φέρνει έναν τέτοιο κλονισμό που αρχίζουν ποτάμι οι λυγμοί.
—Αφήστε με... Αφήστε με...
Γνέφω στον Αργύρη να την αφήσουμε. Στη γωνιά γυαλίζει η μικρή κίτρινη κουβάρα το θειάφι. Θα 'χε χυθεί από κανένα σακί. Το βλέπω. Πάω σιγά και παίρνω μια χούφτα.
Γυρίζουμε στο μέρος μας και ξαπλώνουμε στις πλάκες. Για λίγο δε λέγαμε τίποτα.
Φοβόμαστε ποιος ν' αρχίσει. Τα νεύρα είναι τσακισμένα. Κ' η καρδιά. Είναι πλημμυρισμένη.
—Ηλία. Τι λες;...
Τι να πω;
—Τίποτα, Αργύρη.
Περνά λίγο. Μες στο σκοτάδι η σκηνή ξανάρχεται απ' την αρχή, ένα ένα.
—Ηλία, τι θα γίνει αν... λέει πάλι και στέκεται.
Θυμάται «κείνο». Τώρα μόλις θυμάται πάλι τον εαυτό του.
Μέσα σ' ένα βρώμικο παλιόπανο που σώζεται απ' τα υπάρχοντά του έχω τυλίξει τη χουφτιά το θειάφι. Του το λέω:
—Σε ώρα ανάγκης τελειώνουν όλα.
—Είναι φαρμάκι;... ρωτά σιγανά.
—Δεν είδες που ήθελε να ψακωθεί ο ρολογάς;
Ησυχία.
—Θέλεις;
Ακούγω που στριφογυρίζει χτυπημένος απ' τη σκληρή υπόμνηση, κάνει μια τελευταία απόπειρα ν' αντισταθεί μ' όλη τη θερμή παιδιάτικη ύπαρξή του. Τον πήρε κι αυτόν το παράπονο.
—Τι φταίξαμε;... Τι φταίξαμε;... λέει ολοένα.
Αργότερα, λίγο αργότερα, ήσυχα, έχει πάρει πια την απόφαση.
—Έτσι είναι, Ηλία, μου λέει. Καλύτερα έτσι.
Έτσι, σύμφωνοι, πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον να ζεσταθούμε. Η αυγή ερχόταν.
Έκανε κρύο. Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνου στον κόρφο μου. Αποκοιμηθήκαμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου