Στις 13 Σεπτεμβρίου 2012, συμπληρώνονται 90 χρόνια από την καταστροφή
της Σμύρνης. Ενενήντα χρόνια πριν, στην στάχτη και την χόβολη της
κοσμοπολίτικης πόλης της Ανατολής δεν εξελίσσονταν απλά ένα τεράστιο
ανθρωπιστικό δράμα, αλλά θάβονταν οριστικά και αμετάκλητα τα οράματα του
σύγχρονου Ελληνισμού για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Η Συνθήκη
της Λωζάνης τον Ιούλιο του 1923 επισφράγιζε με τον πλέον δραματικό τρόπο
την χάραξη των ανατολικών συνόρων και σηματοδοτούσε μια νέα εποχή για
ένα έθνος που, από την στιγμή της
συστάσεώς του σε κρατική οντότητα το 1831, πορεύθηκε στον χρόνο με κύριο, αν όχι αποκλειστικό γνώμονα την ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας υπό μια ενιαία σκέπη.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι προτεραιότητες του ελληνικού κράτους στράφηκαν στην επούλωση των πληγών που άφησε πίσω της η Μικρασιατική Καταστροφή με την ενσωμάτωση και αποκατάσταση των χιλιάδων ψυχών που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, πράγμα που έγινε στρεβλά, καθυστερημένα και με κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Για πρώτη φορά στα χρονικά της, η Ελλάδα βρίσκεται χωρίς σαφές κοινό όραμα για το μέλλον, χωρίς ευδιάκριτη κοινή συνισταμένη. Η απώλεια αυτή ανέπτυξε μοιραία τάσεις εσωστρέφειας στην ελληνική κοινωνία, που επιδεινώθηκαν με την γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο και εντάθηκαν αργότερα υπό το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, την ανάμιξη του Παλατιού στην πολιτική σκηνή και την σχεδόν αναπόδραστη κατάλυση της Δημοκρατίας από το Πραξικόπημα των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967. Η εκκωφαντική πτώση της Χούντας στα συντρίμμια της διχοτομημένης Κύπρου αφήνει για μια ακόμη φορά την χώρα να μαζεύει τα κομμάτια της και να προσπαθεί να οραματιστεί το μέλλον της.
Η απαρχή της Μεταπολίτευσης και η εγκαθίδρυση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας με την καθιέρωση της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας συνιστά μια άνευ προηγουμένου ιστορική ευκαιρία για τον σύγχρονο Ελληνισμό. Η Ελλάδα βρίσκεται για πρώτη φορά απηλλαγμένη από την επιρροή του Στέμματος, την κατοχή περιοχών της από αλλότριες δυνάμεις, την άμεσα ορατή απειλή πολέμου, και την εξόφθαλμη ανάμιξη ξένων δυνάμεων. Σε αυτήν την ιστορική συγκυρία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θέτει τα θεμέλια για ένα νέο όραμα για τον Ελληνισμό, την Ιδέα της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Με την υπογραφή της Ένταξης της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ την Άνοιξη του 1981, άνοιγε μια νέα σελίδα, καθοριστικής σημασίας για την πορεία που θα μπορούσε να ακολουθήσει ο τόπος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το δυστύχημα όμως παρέμεινε πως το Ευρωπαϊκό Όραμα δεν έγινε ποτέ πραγματικό βίωμα καθ’ ολοκληρίαν του από την ελληνική κοινωνία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου βρέθηκε μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 να διαχειριστεί την πραγμάτωση του οράματος της Ευρωπαϊκής Ελλάδας. Για καλή μας τύχη, οι απειλές για έξοδο από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ παρέμειναν συνθήματα οχλαγωγίας, ωστόσο το πραγματικό διακύβευμα της Ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια παρέμεινε αρκετά ασαφές στη μέση ελληνική οικογένεια, αν δεν διαπομπεύθηκε. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» θάφτηκε κάτω από τόνους λαϊκισμού, οι αξίες που διέπνεαν την Ευρώπη για αξιοκρατία, ίσες ευκαιρίες, σεβασμός στην άλλη άποψη, αλληλεγγύη και ανάπτυξη παραμελήθηκαν και η ΕΟΚ – και η κατοπινή μετεξέλιξή της, Ευρωπαϊκή Ένωση – αντιμετωπίστηκαν σαν το Κέρας της Αμάλθειας, ένα ανεξάντλητο πορτοφόλι προερχόμενο από κουτόφραγκους για να χρηματοδοτήσει την αλαζονεία, την διαφθορά, και το υπερτροφικό κράτος. Η τόσο αναγκαία εθνική συμφιλίωση με την πτώση της Δικτατορίας, αντί να γίνει στις βάσεις ενός κοινού οράματος για ισονομία και αξιοκρατία, φαλκιδεύτηκε από αθρόους διορισμούς στο δημόσιο, μαϊμού αναπηρικές συντάξεις και πλασματικές αγροτικές επιδοτήσεις με χρήματα της ΕΕ.
Πίσω από το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» κρύφτηκαν όλα τα κόμπλεξ του Νεοέλληνα, η περιρρέουσα δήθεν ανωτερότητα απέναντι στους Ευρωπαίους μετουσιώθηκε σε αυθαίρετα επάνω στο κύμα, φακελάκια στα νοσοκομεία, και χιλιάδες παράνομες χωματερές. Από το 1981 και μετά, όλες σχεδόν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν την Ευρώπη με σκεπτικισμό, αρκέστηκαν απλώς να εξαντλούν τα θετικά της Ένταξης στη ΕΕ, τα πακέτα Ντελόρ, ΚΠΣ, και ΕΣΠΑ, τον φθηνό δανεισμό που απέφερε το Ευρώ και το δικαίωμα βέτο στις συνεδριάσεις της Commission, χωρίς ωστόσο να καταστήσουν σαφείς σαφείς τις συμβατικές υποχρεώσεις μας. Οι υποχρεώσεις μας ως κράτος-μέλος αποτυπώθηκαν στη συνείδηση του μέσου πολίτη ως απεργιακό πανό με αναγραφόμενο το βδελυρό Μάαστριχτ σε κόκκινο φόντο και με ντεκόρ το σφυροδρέπανο. Όλα αυτά τα ιδεώδη που σήμαινε η ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ ξεχάστηκαν στο παραλήρημα του Super Paradise και το λίκνισμα της Πάολα.
Η κρίση που βιώνουμε σήμερα δεν είναι μόνον οικονομική, είναι πρωτίστως κρίση παιδείας και πολιτισμού. Ως έθνος χρειάζεται να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν μας, να αναψηλαφήσουμε το παρόν μας και να αναρωτηθούμε για το μέλλον μας, σχεδιάζοντας την κοινή μας συνισταμένη προς το Αύριο. Η Μεγάλη Ιδέα έφτασε εκεί που έφτασε, επειδή υιοθετήθηκε από όλες τις αντίπαλες παρατάξεις από το 1831 και μετά παρά τις πολιτικές διαφορές τους. Δεν είναι ώρα να αποτιμήσουμε αυτό το όραμα, οτ έχουμε κάνει στο παρελθόν κι ίσως το ξάνουμε και στο μέλλον. Πάντως, ήταν ένα Όραμα. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, 100 χρόνια πριν, επετεύχθη από τον συντονισμό Βενιζέλου και Στρατηγού Κωνσταντίνου στα πλαίσια της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας παρά τις χασματώδεις διαφορές τους. Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη να συνθέσουμε ένα νέο όραμα, να χτίσουμε την χώρα που θα αντικαταστήσει την Ελλάδα της Αλεξανδράτου επάνω στις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας, της ισονομίας, και της ισοπολιτείας.
Τριάντα ένα χρόνια μετά την ιστορική υπογραφή της ένταξης στην ΕΟΚ στην Αίγλη του Ζαππείου, διαπιστώνω με θλίψη ότι μπορεί μεν η Ελλάδα να ανήκει(;) στους Έλληνες άλλα σίγουρα δεν ανήκει στην Δύση. Αυτή είναι άραγε η Ελλάδα που θέλουμε;
συστάσεώς του σε κρατική οντότητα το 1831, πορεύθηκε στον χρόνο με κύριο, αν όχι αποκλειστικό γνώμονα την ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας υπό μια ενιαία σκέπη.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι προτεραιότητες του ελληνικού κράτους στράφηκαν στην επούλωση των πληγών που άφησε πίσω της η Μικρασιατική Καταστροφή με την ενσωμάτωση και αποκατάσταση των χιλιάδων ψυχών που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, πράγμα που έγινε στρεβλά, καθυστερημένα και με κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Για πρώτη φορά στα χρονικά της, η Ελλάδα βρίσκεται χωρίς σαφές κοινό όραμα για το μέλλον, χωρίς ευδιάκριτη κοινή συνισταμένη. Η απώλεια αυτή ανέπτυξε μοιραία τάσεις εσωστρέφειας στην ελληνική κοινωνία, που επιδεινώθηκαν με την γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο και εντάθηκαν αργότερα υπό το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, την ανάμιξη του Παλατιού στην πολιτική σκηνή και την σχεδόν αναπόδραστη κατάλυση της Δημοκρατίας από το Πραξικόπημα των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967. Η εκκωφαντική πτώση της Χούντας στα συντρίμμια της διχοτομημένης Κύπρου αφήνει για μια ακόμη φορά την χώρα να μαζεύει τα κομμάτια της και να προσπαθεί να οραματιστεί το μέλλον της.
Η απαρχή της Μεταπολίτευσης και η εγκαθίδρυση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας με την καθιέρωση της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας συνιστά μια άνευ προηγουμένου ιστορική ευκαιρία για τον σύγχρονο Ελληνισμό. Η Ελλάδα βρίσκεται για πρώτη φορά απηλλαγμένη από την επιρροή του Στέμματος, την κατοχή περιοχών της από αλλότριες δυνάμεις, την άμεσα ορατή απειλή πολέμου, και την εξόφθαλμη ανάμιξη ξένων δυνάμεων. Σε αυτήν την ιστορική συγκυρία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θέτει τα θεμέλια για ένα νέο όραμα για τον Ελληνισμό, την Ιδέα της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Με την υπογραφή της Ένταξης της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ την Άνοιξη του 1981, άνοιγε μια νέα σελίδα, καθοριστικής σημασίας για την πορεία που θα μπορούσε να ακολουθήσει ο τόπος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το δυστύχημα όμως παρέμεινε πως το Ευρωπαϊκό Όραμα δεν έγινε ποτέ πραγματικό βίωμα καθ’ ολοκληρίαν του από την ελληνική κοινωνία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου βρέθηκε μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 να διαχειριστεί την πραγμάτωση του οράματος της Ευρωπαϊκής Ελλάδας. Για καλή μας τύχη, οι απειλές για έξοδο από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ παρέμειναν συνθήματα οχλαγωγίας, ωστόσο το πραγματικό διακύβευμα της Ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια παρέμεινε αρκετά ασαφές στη μέση ελληνική οικογένεια, αν δεν διαπομπεύθηκε. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» θάφτηκε κάτω από τόνους λαϊκισμού, οι αξίες που διέπνεαν την Ευρώπη για αξιοκρατία, ίσες ευκαιρίες, σεβασμός στην άλλη άποψη, αλληλεγγύη και ανάπτυξη παραμελήθηκαν και η ΕΟΚ – και η κατοπινή μετεξέλιξή της, Ευρωπαϊκή Ένωση – αντιμετωπίστηκαν σαν το Κέρας της Αμάλθειας, ένα ανεξάντλητο πορτοφόλι προερχόμενο από κουτόφραγκους για να χρηματοδοτήσει την αλαζονεία, την διαφθορά, και το υπερτροφικό κράτος. Η τόσο αναγκαία εθνική συμφιλίωση με την πτώση της Δικτατορίας, αντί να γίνει στις βάσεις ενός κοινού οράματος για ισονομία και αξιοκρατία, φαλκιδεύτηκε από αθρόους διορισμούς στο δημόσιο, μαϊμού αναπηρικές συντάξεις και πλασματικές αγροτικές επιδοτήσεις με χρήματα της ΕΕ.
Πίσω από το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» κρύφτηκαν όλα τα κόμπλεξ του Νεοέλληνα, η περιρρέουσα δήθεν ανωτερότητα απέναντι στους Ευρωπαίους μετουσιώθηκε σε αυθαίρετα επάνω στο κύμα, φακελάκια στα νοσοκομεία, και χιλιάδες παράνομες χωματερές. Από το 1981 και μετά, όλες σχεδόν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν την Ευρώπη με σκεπτικισμό, αρκέστηκαν απλώς να εξαντλούν τα θετικά της Ένταξης στη ΕΕ, τα πακέτα Ντελόρ, ΚΠΣ, και ΕΣΠΑ, τον φθηνό δανεισμό που απέφερε το Ευρώ και το δικαίωμα βέτο στις συνεδριάσεις της Commission, χωρίς ωστόσο να καταστήσουν σαφείς σαφείς τις συμβατικές υποχρεώσεις μας. Οι υποχρεώσεις μας ως κράτος-μέλος αποτυπώθηκαν στη συνείδηση του μέσου πολίτη ως απεργιακό πανό με αναγραφόμενο το βδελυρό Μάαστριχτ σε κόκκινο φόντο και με ντεκόρ το σφυροδρέπανο. Όλα αυτά τα ιδεώδη που σήμαινε η ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ ξεχάστηκαν στο παραλήρημα του Super Paradise και το λίκνισμα της Πάολα.
Η κρίση που βιώνουμε σήμερα δεν είναι μόνον οικονομική, είναι πρωτίστως κρίση παιδείας και πολιτισμού. Ως έθνος χρειάζεται να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν μας, να αναψηλαφήσουμε το παρόν μας και να αναρωτηθούμε για το μέλλον μας, σχεδιάζοντας την κοινή μας συνισταμένη προς το Αύριο. Η Μεγάλη Ιδέα έφτασε εκεί που έφτασε, επειδή υιοθετήθηκε από όλες τις αντίπαλες παρατάξεις από το 1831 και μετά παρά τις πολιτικές διαφορές τους. Δεν είναι ώρα να αποτιμήσουμε αυτό το όραμα, οτ έχουμε κάνει στο παρελθόν κι ίσως το ξάνουμε και στο μέλλον. Πάντως, ήταν ένα Όραμα. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, 100 χρόνια πριν, επετεύχθη από τον συντονισμό Βενιζέλου και Στρατηγού Κωνσταντίνου στα πλαίσια της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας παρά τις χασματώδεις διαφορές τους. Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη να συνθέσουμε ένα νέο όραμα, να χτίσουμε την χώρα που θα αντικαταστήσει την Ελλάδα της Αλεξανδράτου επάνω στις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας, της ισονομίας, και της ισοπολιτείας.
Τριάντα ένα χρόνια μετά την ιστορική υπογραφή της ένταξης στην ΕΟΚ στην Αίγλη του Ζαππείου, διαπιστώνω με θλίψη ότι μπορεί μεν η Ελλάδα να ανήκει(;) στους Έλληνες άλλα σίγουρα δεν ανήκει στην Δύση. Αυτή είναι άραγε η Ελλάδα που θέλουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου