Το Αϊβαλί, γενέτειρα του Ηλία Βενέζη, σε φωτογραφία του 1905 |
Αρχίζουμε σήμερα και ως τα μέσα του μήνα το μεγάλο μας αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή, μια χαίνουσα πληγή στα πλευρά του Ελληνισμού, τη γενεσιουργό αιτία ύπαρξης της πόλης μας. Κι αφιερώνουμε τη φετινή "Μνήμη Μικρασίας" με ένα βιβλίο- γροθιά στο στομάχι. Είναι η προσωπική μαρτυρία του κορυφαίου λογοτέχνη Ηλία Βενέζη, όπως εκείνος έζησε τις μαύρες ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, πριν από 89 χρόνια, τέτοιον καιρό...
------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
"Περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου. Ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με."
1922. Η Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο — κάτι τέτοιο. Όλα ήταν ήμερα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο. Ο εχτρός είχε κατεβεί στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο
λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: Το σάπιο εμπόρευμα —τα παιδάκια κ' οι γυναίκες— θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα. Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ' τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.
Γι' αυτό, στην αρχή, κανένας απ' τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθεί. Μα σιγά σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σα μαζεύουνταν διακόσοι- τρακόσοι άνθρωποι, τους στέλναν με συνοδεία για το εσωτερικό. Απ' την άλλη, τα βαπόρια, αραιά αραιά στην αρχή, ύστερα ολοένα πιο γεμάτα, άρχισαν να βιάζουνται. Σφύριζαν. Πολλοί καπνοί. Οι γυναίκες ξεπροβόδιζαν τους άντρες τους, που οι Τούρκοι τους σέρναν στο εσωτερικό της Ασίας, μα να μπαρκάρουν οι ίδιες με τ' αμερικάνικα δεν το αποφάσιζαν. Μια μέρα, δυο μέρες. Φοβούνταν πως έτσι τους εγκαταλείπουν. Όμως τα βαπόρια βγάζαν πολύν καπνό. Είχαν διορία, λίγες μέρες. Όποιος έμεινε, έμεινε. Σφυρίγματα, φωνές. Σιγά σιγά η θερμή ανάσα ξαπλώθηκε, χίμηξε, αλάλιασε σ' όλες τις καρδιές. Όλοι άρχισαν να βιάζουνται.
Αυτό είναι ο πανικός; Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ. Δεν ήμουν εμπόρευμα για την Ελλάδα, μήτε μια οκά·μήτε λίγο σάπιο πράμα — τίποτα.
***
ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ στο σπίτι μας παρακολουθούσα την τρίτη αποστολή που έφευγε για το εσωτερικό. Ήταν ίσαμε τρακόσοι άνθρωποι, σε διπλή σειρά. Πίσω τους τρέχαν έξαλλες γυναίκες. Φώναζαν όλες μαζί, μπαίναν μέσα στη γραμμή. Οι στρατιώτες τις σπρώχναν, αυτές τίποτα· ξαναγύριζαν, και λέγαν, λέγαν. Τους ορμήνευαν να φυλάγουνται απ' τα βρώμια νερά, γιατί γυρίζει «λυσιντερία»· απ' το κρύο. Μια φώναζε πως το κουτάλι του το 'χει μες στο κουτί με τη ζάχαρη· μια άλλη για μια μάλλινη φανέλα κόκκινη· μια άλλη για μια χούφτα τίλιο που το είχε βάλει κάπου. Και ξαφνικά, ενώ ο λόγος ήταν για το τίλιο, τούτη η τελευταία μπήγει τις φωνές, κάτι σπαραχτικά, άγαρμπα κλάματα:
—Αχ, Χριστέ μου, δε θα το ξαναδώ!... Δε θα το ξαναδώ!...
—Παιδάκι μου, κάμε υπομονή, παρακαλούσε μια άλλη ένα παλικαράκι. Μην τους αντιμιλάς, μη σε χτυπούν...
Ήταν μια ζαρωμένη γριούλα. Στα μάτια της προσπαθούσαν να ισορροπήσουν, να βγουν μαζί μαζί, παρέα, δυο αδιαφόρετα δάκρυα.
Έβλεπα κρυμμένος πίσω απ' το παράθυρο. Μες στην αποστολή ξεχωρίζω τον μουσικό τον Κώστα το Λέλεκα. Ήταν ένα ον μη μου άπτου, μονόφθαλμο και χλωμό — περίπου ποίημα του ΙΘ' αιώνα. Είχε αριβάρει ξαφνικά, πριν από ένα χρόνο, στον τόπο μας. Έπαιζε σ' έναν καφενέ. Η πελατεία νύσταζε. Ήταν μια μουσική —δάκρυ προτιμάτε η μειδίαμα;— χωρίς αίμα, ολοάδειανες φλέβες. Του είπαν ν' αλλάξει ρότα, να βάλει λίγο λαδόξιδο στις «πνοές». Τυλίχτηκε μες στο γλιτζασμένο σακάκι του κ' έδωσε με ολάκερο τον εαυτό του ένα «όχι» επίμονο και θερμό — απορούσες πώς μπόρεσε να το συντηρήσει. Έναν καιρό πεινούσε. Ύστερα τον λυπήθηκαν. Ήταν φθισικός.
Ο Λέλεκας βάδιζε μες στην αποστολή στη δεξιά αράδα. Στα χέρια του βαστούσε το κουτί με το βιολί. Ένας άσπρος μπόγος στην πλάτη αντιδρούσε απότομα στο μαύρο σακάκι. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φωνάζουν, ν' αφήνουν γεια, να δίνουν τα μωρά που κρατούσαν να τα φιλήσουν οι άντρες. Μα ο Κώστας ήταν ήσυχος. Αυτόν δεν τον ενοχλούσε κανείς.
Ξαφνικά ο αξιωματικός διατάζει:
—Αλτ!
Κοίταξε πλάι. Λαμποκοπούσαν χρώματα κίτρινα, κόκκινα, άσπρα — ένα σωρό οι γυναίκες που παρακολουθούσαν το θέαμα. Ήθελε να κάμει επίδειξη:
—Κάτσετε χάμου! διατάζει.
Γονάτισαν. Ο αξιωματικός έστριψε το μουστάκι του κ' έφερε βόλτα, απ' τη μια άκρη ως την άλλη, τη γραμμή. Τα πεσμένα καταγής κορμιά ήταν σαν ένα ποτάμι που λούφαξε. Μια γυναίκα έχωσε μες στο ποτάμι ένα μωρό που έκλαιγε.
—Ουλάν, τι είναι τούτο; στέκεται με απορία ο αξιωματικός μπρος στο κουτί με το βιολί του Λέλεκα.
Αυτός δεν καταλάβαινε τούρκικα, έτρεμε απ' το φόβο. Σήκωσε το μοναδικό μάτι του κ' έκαμε να χαμογελάσει. Ο αξιωματικός ανοίγει το κουτί. Και ξαφνικά, αναπάντεχα, τεζέρνει στα γέλια:
—Ουλάν, αυτό το κουβαλάς για κει κάτου;... Χα, χα, χα, χα! Για κει κάτου, ε;
Το 'λεγε, το ξανάλεγε, κ' έσκαζε στα χάχανα. Όλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι.
Γιατί γελά;
—Παίξε! λέει στο τέλος, σαν καλμάρησε.
Οι δικοί μας γνέφουν στο Λέλεκα να σηκωθεί.
—Βάλτε τίποτα να πατήσει! φωνάζει ο αξιωματικός.
—Παίξε! λέει στο τέλος, σαν καλμάρησε.
Οι δικοί μας γνέφουν στο Λέλεκα να σηκωθεί.
—Βάλτε τίποτα να πατήσει! φωνάζει ο αξιωματικός.
Του βαλαν για ν' ανεβεί δυο μεγάλες πέτρες. Στην αρχή έτρεμε. Ένας χαμένος τόνος. Ύστερα αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Έκλεισε και το γερό του μάτι. Ήταν ένας σκοπός περίεργος κι ανεξήγητος. Ένα φρέσκο αίμα τινάζεται σαν κραυγή, έπειτα πάλι πέφτει· ο σκοπός γίνεται ολοένα αδύνατος, μα δε σωπαίνει, ολοένα λέει σιγά.
Ο αξιωματικός γνέφει κρυφά σ' ένα στρατιώτη. Ψι -ψι. Σε λίγο του φέρνουν έναν κουβά νερό. Τον ζυγιάζει, τον παίζει λίγο. Τέλος τον σαβουρντά:
—Τσαφ!
Ο Λέλεκας έκαμε να βασταχτεί, μα δεν μπόρεσε. Βιολιά, νερά, μούτρα κουτρουβάλησαν χάμου.
—Αλέστα! φωνάζει ο αξιωματικός, βαστώντας την κοιλιά του απ' τα χάχανα, για να σηκωθεί το κοπάδι.
Σηκώθηκαν. Στο μούτρο του Λέλεκα έτρεχε λίγο αίμα κι ανακατευόταν με τα νερά. Το μάτι του έτρεμε συγκινημένο, σα να 'κανε ερωτική εξομολόγηση. Ξεκίνησαν. Μια γυναίκα φώναζε. Ένα μωρό. Ύστερα πολλές μαζί. Μια τρέχει πλάι σ' έναν άντρα και κλαίει. Βλέπει λίγο χώμα που είχε κολλήσει στο πανταλόνι του επειδή είχε καθίσει καταγής. Το τινάζει χωρίς να ξέρει τι κάνει.
***
ΤΗΝ ΑΛΛΗ μέρα έφυγε ακόμα μια αποστολή. Κατά το βράδυ, μόλις νύχτωσε, ένας κουρελιασμένος μισόγυμνος άνθρωπος έπεσε εξαντλημένος, χτυπώντας την πρώτη πόρτα στην άκρη του Αϊβαλιού. Είχε μια λαβωματιά με λόγχη στον ώμο, ήταν χωμένος στο αίμα, τα μάτια του δεν τολμούσαν να κοιτάξουν απ' τον τρόμο.
Πρωί πρωί η τρομερή είδηση γέμισε όλη την πόλη:
—Σφάξαν την πρώτη αποστολή στον κάμπο του Άι -Γιωργιού! Σφάξαν την πρώτη αποστολή!
Χαλασμός! Οι διαδόσεις παίρναν και δίναν. Άλλος έλεγε πως ήταν η δεύτερη αποστολή, άλλος αυτοί που φύγαν χτες. Για πολλές ώρες το περιστατικό δεν απασχολούσε κανένα με τη φοβερή του αξία, κι όλη η αγωνία ήταν να μάθει ο καθένας που είχε δικούς του ποια αποστολή ήταν αυτή που χάθηκε. Οι γυναίκες κάναν την πιο μεγάλη φασαρία.
—Είναι η δεύτερη! φώναζαν αυτές που είχαν δικούς τους στην τρίτη αποστολή.
—Δεν είναι! Δεν είναι! Δεν είναι! ολόλυζαν οι άλλες.
Έρχουνταν στα χέρια, σκίζαν τα μούτρα τους με τα νύχια και κλαίγαν.
—Δεν είναι! Δεν είναι! Δεν είναι! ολόλυζαν οι άλλες.
Έρχουνταν στα χέρια, σκίζαν τα μούτρα τους με τα νύχια και κλαίγαν.
Τέλος το πράμα ξεκαθάρισε. Ο λαβωμένος που γλίτωσε, κάνοντας τον πεθαμένο, ήταν απ' την τρίτη αποστολή. Με το Λέλεκα. Με το λίγο χώμα που είχε λερώσει το πανταλόνι και το σκούπισαν.
***
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ τούτο έγινε σαν ένα φρένο. Στοπ. Τ' ορμητικό ρέμα σταμάτησε. Αφρισμένο, μούγκριζε ζερβά δεξά, γυρεύοντας σωτηρία. Ήταν φανερό πως όλες οι αποστολές είχαν την ίδια τύχη. Πολλοί άρχισαν να κρύβουνται. Για πόσες μέρες;
Το περιθώριο λιγοστεύει. Δε μένει παρά μια μονάχα λύση: για να παραδοθώ, για «μονά ζυγά». Κανένας δε θέλει να μιλήσει πρώτος. Τέλος ο πατέρας μου στέλνει και φωνάζει τη μητέρα μου στην κάμαρά του. Όλοι νιώθουμε πως πρόκειται για κείνο. Μες στην κάμαρα μένουν κλεισμένοι οι δυο τους ίσαμε ένα τέταρτο. Ύστερα έρχουνται μαζί στην αποθήκη. Η μητέρα μου φαίνεται πως έκλαψε πολύ.
Σηκώνουμαι απάνω. Καταλαβαίνω να χάνω το θάρρος μου. Τους βλέπω που με κοιτάζουν και οι δυο, στην πόρτα, και δε μιλούν.
—Λοιπόν..., μουρμουρίζει ο πατέρας σιγά.
Στέκεται. Πολεμά να πάρει θάρρος, να δώσει το γνώριμο κρύο τόνο στη φωνή του.
—Λοιπόν..., μουρμουρίζει ο πατέρας σιγά.
Στέκεται. Πολεμά να πάρει θάρρος, να δώσει το γνώριμο κρύο τόνο στη φωνή του.
Τον κοιτάζω. Το ξέρω πια. Δεν υπάρχει περιθώριο.
—Αύριο, πριν ξημερώσει, θα φύγεις, θα «ταγίσω» τους φύλακες στο μουράγιο.
—Θα φύγω, πατέρα.
—Αύριο, πριν ξημερώσει, θα φύγεις, θα «ταγίσω» τους φύλακες στο μουράγιο.
—Θα φύγω, πατέρα.
***
Η ΜΗΤΕΡΑ μου δε φεύγει πια μήτε στιγμή από κοντά μου. Βραδιάζει. Ένα ένα κατεβαίνουν στην αποθήκη και τ' άλλα τα παιδιά μας, τ' αδέρφια μου. Τέσσερα κορίτσια. Ο Θάνος είναι το μικρότερο παιδί, δέκα χρονώ. Καταλαβαίνει κι αυτό πως κάτι σπουδαίο γίνεται μ' εμένα. Όλοι είναι γύρω μου, σα να θέλουν να με προφυλάξουν. Η Ανθίππη, η μεγαλύτερη, πολεμά να κυριαρχήσει πάνου σ' όλες τις φωνές — μια προσπάθεια να δώσει θάρρος. Είναι γεμάτη καλοσύνη, την αγαπούμε όλοι ύστερα απ' τη μητέρα μας. Της λέγαμε τα μυστικά μας.
—Τα 'μαθες, μητέρα, με τους Μαντάδες; λέει, και πολεμά να γελάσει. Ντύσαν γυναίκα τον Ηρόδοτο, να τον περάσουν. Μάλιστα του βάλαν και κοιλιά, να μοιάζει έγκυος...
—Άσε τώρα τις ανοησίες! παρατηρά εκείνη αυστηρά. Αυτό έλειπε τώρα. Ο Ηρόδοτος!...
Κι όμως το κορίτσι διαμαρτύρεται πως έτσι είναι. Τον είχαν, λέει, ορμηνέψει να χαμογελά άμα βλέπει κανένα σκοπό, και τούτος, μόλις είδε τον πρώτο, άρχισε να κουνιέται και να κάνει «τζα». Πάει κοντά ο σκοπός, με την ιδέα πως είναι γυναίκα για να τη βουτήξει, κάνει να της πιάσει τα φουσκωμένα στήθια, και βουτά μες στα σακούλια με τα κουρελόπανα.
—Τον πιάσαν; ρωτά η μητέρα μου.
—Εμ τον αφήσαν; Έγινε λέει, χαλασμός Κυρίου απ' τα γέλια στο μουράγιο! Πέσαν απάνω του όλοι οι σκοποί, του πετούσαν τις ψεύτικες κοιλιές, τα στήθια, κι αυτός φώναζε: Εν, δύο, τρία. Εν, δύο, τρία...
Ο Ηρόδοτος ήταν ένας παίδαρος, απ' τα μικράτα του αγαθός τω πνεύματι. Στον ευρωπαϊκό πόλεμο, για να μην τον πάρουν οι Τούρκοι στα εργατικά τάγματα, οι δικοί του του είχαν κάμει έναν κρυψώνα στο ταβάνι του σπιτιού. Όταν η αστυνομία μπλόκερνε τη γειτονιά για έρευνα, να βρει κρυμμένους, του είχαν του Ηρόδοτου μάθει το σύνθημα: «Εν, δύο, τρία». Ο Ηρόδοτος, μόλις άκουγε το σύνθημα, έπρεπε να τρέξει στον κρυψώνα του. Αυτή η ιστορία βάσταξε δυο χρόνια. Το «εν, δύο, τρία» σιγά σιγά πήρε μια μόνιμη θέση στην κεφάλα του αγαθού. Όλη η ζωή του περιχαρακώθηκε σ' αυτούς τους τρεις αριθμούς. Δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' την κυριαρχία τους. Κι όταν τέλειωσε ο πόλεμος το πράμα έγινε αστείο: πότε οι δικοί του, πότε η γειτονιά τού το πετούσαν ξαφνικά, «εν, δύο...», κι αυτός το 'βαζε στα πόδια. Όταν πάλι ο πατέρας του ήθελε να τον δείρει, ο Ηρόδοτος προσπαθούσε να τον καλοπιάσει, όμως η γλώσσα του έδενε, δεν έβρισκε τίποτα άλλο απ' τα νούμερα— τα πετούσε ικετευτικά, «εν, δύο», κ' έκλαιγε.
—Οι Μαντάδες φύγαν; ρωτά η μητέρα μου.
—Φύγαν, λέει η Ανθίππη. Και δεν προφτάξαν να του αφήσουν του φουκαρά του Ηρόδοτου μήτε έναν μπόγο ρούχα.
Αυτή η εγκατάλειψη φαίνεται σαν κάτι φοβερό, μόλο που ξέρουμε πως όσοι παν στο υπόγειο δεν είναι να χρειαστούν ασπρόρουχα.
Περνά λίγη ώρα.
—Αλήθεια..., λέει πάλι η Ανθίππη. Πρέπει να του ετοιμάσουμε κ' εμείς κανέναν μπόγο. Τίποτα κινίνο...
—Για ποιόν; ρωτά η μητέρα μου.
—Για τον Ηλία, κάνει εκείνη δισταχτικά.
—Για ποιόν; ρωτά η μητέρα μου.
—Για τον Ηλία, κάνει εκείνη δισταχτικά.
—Θα πάρουμε εμείς τα ρούχα του με το άλλο βαπόρι! την αποστομώνει η μητέρα σοβαρή. Κινίνο, τι να το κάμει;
—Έλεγα...
Αυτή η υπενθύμιση γεμίζει με ησυχία την αποθήκη. Υπάρχει κάτι, ένα προαίσθημα που σέρνεται, γλιστρά — είναι πολύ κρύο να το αγγίσεις. Ο καθένας πολεμά ν' αποφύγει αυτή την επαφή.
Νύχτωσε πολύ.
—Ανθίππη, πάρε τα παιδιά να κοιμηθείτε, λέει η μητέρα μου.
Χαδεύω το μικρό Θάνο. Το παιδί σφίγγεται στο πόδι μου. Ξεχωρίζω τα μικρά δάχτυλά του, ένα ένα, πάνω μου.
Σηκώνουνται να φύγουν.
—Ανθίππη..., λέει πάλι η μάνα.
Κομπιάζει.
—Ανθίππη... Για κείνον τον μπόγο, λέω. Δεν πειράζει... Ετοίμασε λίγα πράματα...
—Καλά, μητέρα.
Σηκώνουνται να φύγουν.
—Ανθίππη..., λέει πάλι η μάνα.
Κομπιάζει.
—Ανθίππη... Για κείνον τον μπόγο, λέω. Δεν πειράζει... Ετοίμασε λίγα πράματα...
—Καλά, μητέρα.
Ο Θάνος γυρίζει πίσω. Πολεμά να βρει το πρόσωπό μου μες στο σκοτάδι.
—Θα βάλω κ' εγώ μια τσικολάτα, μου λέει εμπιστευτικά, να με ησυχάσει.
Η ΝΥΧΤΑ είναι ήσυχη. Σα να μην υπάρχει καν μια ανάσα κάτω από τ' άστρα — δε βρήκε τόπο. Μα αυτό δε βαστά πολύ. Μια περίπολο γυρίζει. Μιλούν δυνατά. Οι ήχοι είναι πολύ ανακατεμένοι, μπερδεμένοι. Τσα, τσου. Σίγουρα θ' ανησυχούν πολύ το ραχάτι του Θεού, που είναι ικανοποιημένος απόψε — λίγο πάνω, λίγο κάτω απ' τ' άστρα.
Ένα βαπόρι σφυρίζει στο λιμάνι. Δε μπορεί παρά να 'ναι από κείνα που κουβαλούν τα γυναικόπαιδα στην Ελλάδα.
—Φεύγει για έρχεται, μητέρα;
—Τι σε νοιάζει, παιδί μου;
—Τίποτα.
Περνά λίγο. Το βαπόρι σφυρίζει πιο βαθιά.
—Πρέπει να φεύγει, μητέρα...
—Έτσι θα 'ναι... Θα φεύγει...
Πάλι μένουμε βουβοί. Αυτή η φυγή, ένα βαπόρι που σφυρίζει πολύ βαθιά...
—Φεύγει για έρχεται, μητέρα;
—Τι σε νοιάζει, παιδί μου;
—Τίποτα.
Περνά λίγο. Το βαπόρι σφυρίζει πιο βαθιά.
—Πρέπει να φεύγει, μητέρα...
—Έτσι θα 'ναι... Θα φεύγει...
Πάλι μένουμε βουβοί. Αυτή η φυγή, ένα βαπόρι που σφυρίζει πολύ βαθιά...
Απόψε δεν τολμά να 'ναι τρυφερή. Μήτε εγώ. Υπάρχει ένας φόβος να προδοθούμε συναμεταξύ μας, εγώ κ' εκείνη.
—Να κοιμηθείς, παιδί μου, λέει. Αύριο θα ξυπνήσεις πολύ πρωί.
—Θα κοιμηθώ.
Συμμαζεύουμαι κοντά της, πολύ κοντά. Η θερμή τυραγνισμένη ανάσα της ακουμπά στο μάγουλό μου σα ζωντανή ουσία — να την πιάσεις με τα χέρια.
Ένα ποντίκι πάλι έτριξε στο βάθος. Συγκρυάζουμαι και σαλεύω.
—Δεν κοιμήθηκες; μου λέει.
—Όχι, μητέρα. Είναι τα ποντίκια. Φοβάμαι...
—Να κοιμηθείς, παιδί μου, λέει. Αύριο θα ξυπνήσεις πολύ πρωί.
—Θα κοιμηθώ.
Συμμαζεύουμαι κοντά της, πολύ κοντά. Η θερμή τυραγνισμένη ανάσα της ακουμπά στο μάγουλό μου σα ζωντανή ουσία — να την πιάσεις με τα χέρια.
Ένα ποντίκι πάλι έτριξε στο βάθος. Συγκρυάζουμαι και σαλεύω.
—Δεν κοιμήθηκες; μου λέει.
—Όχι, μητέρα. Είναι τα ποντίκια. Φοβάμαι...
Νιώθω το αδύνατο χέρι της να 'ρχεται με δειλία στο μάγουλό μου, σα να μην τολμά. Πολύ αργότερα, όταν έχει νομίσει πως αποκοιμήθηκα, την ακούγω που αρχίζει να μουρμουρίζει μονάχη της, σα να συνομιλεί με το Θεό. Το συνήθιζε έτσι, από παιδάκια που ήμαστε, σαν μας κοίμιζε.
Στη νύχτα δεν υπάρχει πια τίποτα. Είναι μονάχα η νύχτα. Είναι, ακόμα, εγώ κ' εκείνη
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου