Eνα νέο μοντέλο ενημέρωσης ξεκίνησε ήδη στη Νέα Φιλαδέλφεια και τη Νέα Χαλκηδόνα. Από εδώ, μπορείτε καθημερινά να ενημερώνεστε για ό,τι συμβαίνει στην πόλη μας, αλλά και να γίνετε ΕΣΕΙΣ ο ρεπόρτερ, που θα μας στέλνετε ό,τι βλέπετε γύρω σας και σας κάνει εντύπωση. Σας περιμένουμε στο mail ta.pragmata@yahoo.gr

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Μνήμη Μικρασίας- "Το νούμερο 31328" του Ηλία Βενέζη (μέρος Δ!)



ΤΟ ΠΡΩΙ ένας στρατιώτης μπήκε στο υπόγειο να τιμαρέψει το άλογο. Είναι ένας ανατολίτης χωριάτης — δεμένο κορμί, πολλά μουστάκια, ξουρισμένο το κεφάλι στην κορφή, ένας στρογγυλός κύκλος. Μερικοί δικοί μας πιάνουν κουβέντα μαζί του. Αυτός στην αρχή δεν καταδέχεται, μα, μόλις καταλαβαίνει πως εδώ είναι κυρίαρχος και πως κάθε λόγο απ' το στόμα του περιμένουν να τον ρουφήξουν τόσοι υποτελείς, ο εγωισμός τον γαργαλά και λύνεται η
γλώσσα του.
Ήταν μες στο χτεσινό απόσπασμα που πήρε τον Ηρόδοτο και τους άλλους. Ο κύκλος μας γύρω του γίνεται πιο μεγάλος. Όλοι πλησιάζουμε.
—Με τι τρόπο;... ρωτά ένας, κι όλα τα μάτια στέκουν τεζαρισμένα, σα να είναι να χορτάσουν απ' την απάντηση.
Ο στρατιώτης σταματά το ξύστρισμα απότομα. Μας κοιτάζει κι αυτός.
—Με τη λόγχη! λέει. Σε μια μάντρα.
Ένας, λέει, έκαμε να φύγει, δε στεκόταν, τον κυνηγούσαν μες στη μάντρα και βλαστημούσαν, γιατί τους παίδευε ο κερατάς... Τον στρίμωξε, λοιπόν, ο στρατιώτης. Μα τότε που ετοιμαζόταν να του τη φέρει, αυτός χίμηξε απ' το πλάι κ' έχωσε τα δόντια του στη χούφτα που κρατούσε τη λόγχη. Σα λυσσασμένος το σκυλί! Μα τον έσπρωξε, λέει, ο στρατιώτης και του έχωσε τη λόγχη σα να 'ταν μπαμπάκι...
Τα μάτια χόρτασαν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Απ' τα σουσούμια που μας δίνει καταλαβαίνουμε πως αυτός που τους παίδεψε ήταν ο Ηρόδοτος.
Ο στρατιώτης, ικανοποιημένος, πιάνει πάλι να ξυστρίσει. Η μια χούφτα του είναι δεμένη — ένας επίδεσμος, η δαγκαματιά χτες. Φτύνει λίγο μες στην άλλη χούφτα, ύστερα με το φτύμα αυτό πολεμά να γυαλίσει το κούτελο του αλόγου. Το χαδεύει. Ήμερα. Ήμερα.
Προσέχουμε πολύ σ' αυτές τις τελευταίες κινήσεις του. Πάρα πολύ. Στα χέρια του, στα δάχτυλα — σα να 'ταν μπαμπάκι...
—Το κοιτάζει καλά το ζο..., μουρμουρίζει ένας δικός μας αφηρημένα.
Μια άλλη φωνή, ίδιος τόνος:
—Ναι... Καλά...
ΤΡΙΤΗ ΝΥΧΤΑ. Μήτε σ' αυτή δεν ήταν η σειρά μου. Πήραν δυο μονάχα από μας. Φτάναν, γιατί είχαν πιάσει και μια φαμίλια που έπρεπε να πάει οικογενειακώς. Ήταν δυο κορίτσια, ένας γέρος πατέρας, ένα μικρό παιδί κ' ένας αδερφός. Ήταν έλληνες υπήκοοι, κ' εξόν απ' αυτό ο γιος τους είχε πάει στον πόλεμο.
Όταν το απόσπασμα τους έβαλε στη μέση για να ξεκινήσουν, ακούσαμε το ένα κορίτσι που έκλαιγε και φώναζε:
—Πατέρα! Πατέρα! Τι θα γίνουμε;...
Είχε μαύρα μαλλιά, δυο μεγάλα μάτια γεμάτα έρωτα, ένα χνούδι πάνου στο σταρένιο πρόσωπο, εκεί πλάι στ' αυτιά. Ο Τίλιος, ένας συμμαθητής μου που μιλούσε και εγγλέζικα, με βεβαίωνε κάποτε πως κάτω απ' αυτό το χνούδι, μάλιστα, κάτω από κει, κρύβεται όλη η σοφία της γης. Ο ίδιος φίλος μου, που περηφανευόταν πως τον αγαπούσαν οι γυναίκες, μου έλεγε μια μέρα πως εκείνη του είχε χαμογελάσει. Κ' εγώ τον κορόιδευα:
—Σαχλαμάρα!...»
ΤΕΛΕΙΩΣΕ. Το Αϊβαλί άδειασε πια. Το απόγευμα φεύγει το τελευταίο βαπόρι. Όσοι είναι να φύγουν θα φύγουν. Αλλιώς δεν έχει άλλο. Απ' το Θάνο μαθαίνω πως κλαίνε όλοι στο σπίτι. Η μητέρα μου δε θέλει να φύγει. Ο γερο - πατέρας μου την παρακαλεί και της λέει πως έχουμε κορίτσια. Πρέπει. Έρχεται και σ' εμένα και με ρωτά απ' το παράθυρο τι να κάμει. Είναι πολύ συντριμμένος.
—Πατέρα, γρήγορα! του φωνάζω.
Θυμάμαι τη φαμίλια με το κορίτσι που πήραν χτες τη νύχτα.
—Να φύγετε γρήγορα, πατέρα!
Κατά τις τρεις το απόγεμα την καταφέρνουν, τέλος, και τη μητέρα μου πως «πρέπει».
Έρχουνται στη φυλακή και παρακαλούν τον αξιωματικό, μια τελευταία ικεσία: να τους αφήσει να μπουν μες στο υπόγειο να μ' αποχαιρετήσουν. Με πολλές δυσκολίες τους δίνει την άδεια.
Είναι όλοι, ο γερο - πατέρας, η μητέρα μου, ο Θάνος, η Ανθίππη, η Σοφία, η Αγάπη, η Λένα, όλοι. Μ' αγκαλιάζουν πρώτα και με φιλούν τα παιδιά. Ένα ένα, μόλις κάμουν το καθήκον τους, φεύγουν όξω. Οι σύντροφοί μου μας έχουν τριγυρίσει. Παρακολουθούν σιωπηλά. Με πιάνει απ' τους ώμους ο πατέρας μου. Δεν τον είχα δει να κλάψει ποτές. Με κρατά μια μακριά στιγμή έτσι, απ' τους ώμους, ύστερα σκύβει και με φίλα στο μέτωπο. Ένα νευρικό έχει πιάσει τα ματόκλαδά του. Ύστερα, έχει ξοδέψει πια όλες τις δυνάμεις, κατεβάζει τα χέρια του.
Όμως, η μητέρα μου, που έρχεται τελευταία, δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μια μάζα, έχω χώσει το κεφάλι μου μες στο μαραμένο κόρφο της, να κρατήσω για τελευταία φορά αυτή τη ζέστη πάνω στο μάγουλό μου. Με σφίγγει, δε θέλει να μ' αφήσει. Τα δάκρυά της μποδίζουν τα λόγια να βγουν καθαρά. Μόλις καταλαβαίνω πως λέει πως δε θα το βαστάξει και θα πεθάνει γρήγορα. Το ξαναλέει, σα να είναι κάτι που μου το υπόσχεται. Σηκώνει το πρόσωπό της, πιάνει το δικό μου με τα χέρια της και με κοιτάζει σα μια εικόνα που δεν πρόκειται να τη δει ποτές πια, σκύβει πάλι, μου μαζεύει το σακάκι, ασυναίσθητα, να με κουμπώσει μην κρυώνω, σαν που ήμουν παιδάκι.
Ο πατέρας μου την τραβά.
—Δε θα προφτάξουμε το βαπόρι... Δε θα προφτάξουμε... μουρμουρίζει συγκινημένος.
Κ' εγώ τη σπρώχνω, μην τυχόν και δεν προφτάξουν.
—Μανούλα, να φύγετε!... Θα σε θυμάμαι...
***
Βγαίνουν όξω. Ώσπου να στρίψουν τη γωνιά τη βλέπω που τη σέρνουν τα παιδιά μας, κ' εκείνη γυρίζει και κοιτάζει πίσω, μήπως με ξεχωρίσει.
—Μητέρα σου είναι; λέει ο σκοπός, που παρακολούθησε όλη τη σκηνή.
Δε μιλώ.
—Ναι, λέει ένας δικός μας. Μητέρα του είναι.
Ο σκοπός κουνά το κεφάλι σκεφτικός.
Σε λίγη ώρα, μέρα ακόμα, μας βγάζουν όλους όξω. Δεν έχει πια άλλους να 'ρθουν. Μονάχα εκεί, την τελευταία στιγμή, μας φέρνουν έναν που τον πιάσαν μόλις. Ένα παιδί φίλο μου, τον Αργύρη.
Είμαστε σαράντα τρεις σωστοί. Απ' τη μια κι απ' την άλλη, σε διπλή σειρά, μας βάζουν στη μέση οι στρατιώτες. Στην πόρτα, στο κεφαλόσκαλο, βλέπουμε τον ξανθό αξιωματικό. Γελά φχαριστημένος. Γυρίζω το πρόσωπό μου αδιάφορα. Δεν έχω πια τη δύναμη που χρειάζεται να μισήσεις έναν άνθρωπο.
Ξεκινούμε. Ο ήλιος κατεβαίνει. Η Άγια-Παρασκευή, ένα νησάκι στο βάθος, αλλάζει πολλά χρώματα. Το βαπόρι στο λιμάνι σαλπάρει. Ο καπνός του ανεβαίνει, μες στη βραδινή ήσυχη ατμόσφαιρα, ίσα, ολόισα. Προσέχω πολλήν ώρα σ' αυτή την αδιατάρακτη στήλη — κρέμεται σαν κάποιος να τη βαστά από πάνω. Βαδίζω και κοιτάζω εκεί πίσω. Τέλος ο καπνός χάνεται.
Κατεβάζω τα μάτια μου.
Δυo χιλιόμετρα μακριά είναι κάτι εξοχικοί πύργοι. Μας βάζουν μέσα. Τι τρέχει; Σε λίγο μας φέρνουν μια νέα γυναίκα, πατριώτισσά μας, τον άντρα της κ' ένα παιδάκι τριώ χρονώ, με κομμένα τα ξανθά μαλλάκια μπροστά· ένα παιδάκι θάμα. Την ήξερα. Έπαιζε και πιάνο. Ο άντρας της ήταν ρολογάς.
Το παιδί κλαίει. Έχω ένα μικρό δέμα: μια πετσέτα, λίγο ψωμί. Εκεί μέσα έχω ρίξει και το φελουκάκι από πεύκο. Του το δίνω. Του δίνω και ψωμί. Παίζει με το φελουκάκι και σωπαίνει.
Κατά τις δέκα τη νύχτα μας ξαναβγάζουν πάλι όλους όξω. Ο Πέπας κρυώνει. Η νύχτα είναι ψυχρή, έχει φεγγάρι. Μας τακτοποιούν πάλι σε δυο αράδες. Οι στρατιώτες, τόσοι όσοι είμαστε κ' εμείς, μας βάζουν στη μέση. Ο αξιωματικός διατάζει εφ' όπλου λόγχη. Οι λόγχες γυαλίζουν πολύ. Κάνουν κρότο ώσπου να μπουν στα τουφέκια.
Ο αξιωματικός παραγγέλνει στους άντρες:
—Αν κάμει κανείς τους να ξεφύγει απ' τη γραμμή, μια και στον τόπο! Εμπρός!
Τ' άστρα λάμπουν πολύ. Τα δέντρα δε σαλεύουν μήτε μια ανασαιμιά. Κάπου τέτοια ώρα θα είναι. Απόψε. Στο δωμάτιο πολλά φώτα. Φωτιά, λίγο τσάι. Μερικοί μπιχιμίχοι με γυαλιστερά μαλλιά, λιλιά διάφορα. Η κυρία θα λέει με νωχέλεια πως προτιμά άξαφνα τον Μυσσέ απ' τον... τον... να πούμε τον... Μότσαρτ, που είναι πολύ βαρύς. Ναι, ναι.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Υο νθρώπων, ο δόντες ατν πλα κα βέλη, κα γλσσα ατν μάχαιρα ξεα.3
Βαδίζαμε σιωπηλοί μες στη νύχτα. Ο Αργύρης περπατούσε πλάι μου. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε μαζί μαζί. Μου ήρθε σα χαρά που βρέθηκε ο Αργύρης την τελευταία ώρα. Ήμαστε συμμαθητές, στην ηλικία μου — δε θα 'χα το παράπονο πως είμαι μονάχα εγώ απ' την τάξη μας. Τον ζηλεύαμε στο σχολειό γιατί ήταν ο ωραιότερος έφηβος. Δυo μεγάλα μάτια, ένα κορμί χυμένο απ' το Θεό στις πιο καλές ώρες του. Αυτό το ωραίο κεφάλι ήξερε την καλύτερη κοσμογραφία στο Γυμνάσιο. Δικαιωματικά, γιατί εμείς οι άλλοι, οι μούργοι, δεν μπορούσαμε να 'χουμε δούναι λαβείν με τ' άστρα. Ερχόταν ταχτικά στο σπίτι μας και διαβάζαμε μαζί, συν - πλην - πλην, και βρίσκαμε πως κάπου εκεί είναι ο Σείριος.
—Θα μας τουφεκίσουν, Ηλία;...
Έτρεμε πολύ. Θα 'ταν απ' το αγιάζι.
—Μη μιλάς, του λέω.
Είχε την ίδια αγωνία που είχαμε όλοι μας στο υπόγειο: «Με τι τρόπο;» Σα να 'ταν φόβος ν' αγγίσουμε κατευθείαν το θάνατο, και φέρναμε βόλτες γύρω απ' το σκληρό σώμα του ώσπου να το πλησιάσουμε.
Οι στρατιώτες δίπλα μας μας περιεργάζουνταν με άγριες ματιές, βουβοί σαν τη νύχτα.
Ξαφνικά προσέχω το θόρυβο που κάναν τα παγούρια τους, κρεμασμένα απ' τη μέση. Κάπου χτυπούσαν.
—Κοίτα!... λέω του Αργύρη ανατριχιάζοντας.
Ήταν κάτι μικρά τσεκούρια του μηχανικού· κρέμουνταν απ' τις ζώνες τους.
Έσφιξε τα χέρια του στα χέρια μου. Δεν τολμούσαμε να βγάλουμε κιχ.
Προχωρούσαμε με ολοένα πιο αβέβαιο βάδισμα.
—Ξέρεις πόση ώρα περπατούμε; ρωτά μια φωνή, σιγανά, από πίσω.
—Θα 'ναι δυο ώρες, λέει μια άλλη φωνή.
—Αργεί να ξημερώσει;
—Δεν ξέρω. Γιατί;
—Αν ξημερωθούμε... μπορεί να μη μας σκοτώσουν...
Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά
—Κοντεύει να ξημερώσει, Αργύρη;
Ψάχναμε τον ουρανό, εκεί προς την Ανατολή, μπας κ' ήταν καμιά μικρή υποψία της αυγής, ν' αραιώνει λίγο η νύχτα.
—Δε φαίνεται... μουρμουρίζει απελπισμένα ο σύντροφός μου. Αργεί...
Αρχίσαμε τότες να παρακαλούμε μέσα μας να μη σταθούμε. Μια βαθιά επιθυμία βάραινε πάνου στα κουρασμένα μέλη μας: «Να καθίσουμε! Να καθίσουμε!» Μα αντιδρούσε, σαν καμένο σίδερο, το ζεστό αίμα που έτρεχε σκοτεινά στις φλέβες — δεν ήθελε να πήξει.
Περνούσαμε έναν ελιώνα. Μες στα λιόφυλλα κατρακυλούσε το φεγγάρι, μια ογρή ανήσυχη ουσία — να στάξει, τακ τακ. Κατακάθαρος ο ουρανός — πρόσωπο ελληνίδος παρθένου πριν το '14. Σάλευαν τόσο αλαφριά τα φύλλα.
—Ντουρ! (σταθείτε).
Σταματούμε, στο πρόσταγμα, απότομα. Ένα δυνατό χέρι χιμά μέσα μου και τον ανακατεύει τον κύριο κυριαρχικά — χραπ!
—Ηλία!... μουρμουρίζει ο Αργύρης. Ηλία θα μας σκοτώσουν!...
Οι στρατιώτες κάνουν έναν κύκλο γύρω μας. Καμιά δεκαριά μέτρα αλάργα. Μας διατάζουν να καθίσουμε.
Καθίσαμε. Λίγο πιο μπροστά από μας ήταν η μητέρα και το μικρό παιδάκι.
Κοιμόταν.
—Νικόλα!... Νικόλα!... φώναζε απελπισμένα η γυναίκα στον άντρα της.
Κι αυτός, χαμένος, βουρκωμένος, της έλεγε να το σκεπάσει:
—Σώπα...
Το φεγγάρι βασίλεψε. Οι υπαξιωματικοί δίναν οδηγίες: τούτο, εκείνο. Καλά καλά δεν διακρίναμε. Απαντέχαμε από στιγμή σε στιγμή να μας ρίξουν, σχεδόν δεν ανασαίναμε.
Ακούγω κάποιον πίσω μου που μουρμουρίζει:
—Δε θα μας τουφεκίσουν... Αφού κάμαν κύκλο... Οι σφαίρες μπορεί να παν και στους δικούς τους...
Είχε δίκιο. Τότες θυμούμαι το στρατιώτη που μας διηγόταν, στο υπόγειο, το πώς έγινε με τον Ηρόδοτο.
—Θα χιμήξουν με τη λόγχη...
Κοιτάζαμε βουβοί προς το μέρος του κύκλου. Περιμέναμε με τεζαρισμένα μάτια. Από ένστιχτο πολεμώ να δω αν υπάρχει καμιά γούβα στη γης να χωθείς, τίποτα τόπος να ξεφύγεις και να τρέχεις. Μα ήταν ένας λόφος γυμνός, και γύρω μας ο κύκλος αδιαπέραστος.
—Κουνιούνται!...
Σφαλνώ τα μάτια. Περιμένω ένα δευτερόλεπτο, δυο. Τώρα...Τ ώ ρ α
Τώρα!...
—Για κοίτα! Που τους παν; ακούγω τη φωνή του Αργύρη.
Ανοίγω ξαφνιασμένος τα μάτια. Δυo συντρόφοι μας απ' την πρώτη σειρά μόλις διακρίνουνταν. Κατέβαιναν το λόφο. Τους ακολουθούσαν δυο στρατιώτες. Σε λίγο χάθηκαν απ' τα μάτια μας.
—Α! έτσι! Λίγους λίγους...
Στυλώσαμε τ' αυτιά μας και περιμέναμε ν' ακούσουμε καμιά κραυγή. Τίποτα! Σε λίγο πήραν άλλους δυο. Τη δεύτερη σειρά, ύστερα την τρίτη. Ακούγαμε τα ψιθυρίσματα εκείνων που φεύγαν, που κλαίγανε κι αποχαιρετούσαν τους άλλους. Σιγά σιγά η σειρά μας έφταξε. Παίρνανε δυο δυο, τρεις όπως τύχαινε. Βλέπω τον Αργύρη να τον τραβούν από δίπλα μου. Σηκώνουμαι κ' εγώ ασυναίσθητα, μα δε με πήραν. Με σήκωσαν στην άλλη παρτίδα, ύστερα από λίγα λεπτά. Βάδιζα και κοίταζα στο πλάι μου πότε θα ριχτούν. Τίποτα. Προχωρούσαμε. Είχαμε κατεβεί το λόφο, σαν άρχισα να ξεχωρίζω κάτι άσπρα πράματα που κουνιούνταν λίγο πιο κάτω. Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.
—Τσικάρ! (βγάλ' το) λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.
Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.
—Τσικάρ! (βγάλ' το) λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.
Δεν κατάλαβα, μα είδα τους άλλους δυο που πιάσαν να ξεντύνουνται. Άρχισα κ' εγώ. «Τσικάρ! τσικάρ!» φώναζαν ολοένα οι στρατιώτες. Βγάλαμε σιωπηλοί τα σακάκια, ύστερα τα πανταλόνια, τα παπούτσια, τις κάλτσες. Σα μείναμε μοναχά με τη φανέλα και το σώβρακο, μας σπρώξαν προς τις άσπρες σκιές που μουρμούριζαν παράμερα.
Ήμουν χαμένος, δεν ήξερα τι ήμουν. Φωνάζω σιγά:
—Αργύρη!... Αργύρη!...
Μια φωνή, ένας μικρός θόρυβος. Ο Αργύρης, γυμνός κι αυτός, χιμά πάνω μου.
—Ηλία!... Ηλία!... Βλέπεις, δε μας σκότωσαν! Βλέπεις...
Αγκαλιαζούμαστε γι' αυτή την αναπάντεχη χαρά.
—Θα ζήσουμε... θα ζήσουμε!... έλεγε δακρυσμένος.
—Θα ζήσουμε, έλεγα κ' εγώ.
Ήταν σαν άξαφνα να μπήκαμε στην αθανασία.
—Εμένα μου άφησαν και τα παπούτσια. Τα ξέχασαν, λέει ο φίλος μου.
—Ξέρετε τι είναι αυτό μ' εμάς; ακούμε μια παγωμένη φωνή δίπλα μας, τόσο παγωμένη που κανείς δεν τολμά να της αποκριθεί.
—Λοιπόν... Ο «λευκός θάνατος»! Ποιος θα βαστάξει;
—Α, εμείς θα βαστάξουμε! Θα βαστάξουμε! Είμαστε νέα παιδιά...
Ίσαμε μια ώρα θα βάσταξε αυτή η ιστορία του «τσικάρ». Ξεγυμνώσανε πια όλους τους συντρόφους — ρούχα, κουβέρτες, όλα, όλα.
Ξεκινήσαμε. Χάραζε. Μονάχα ένας δεν ήρθε μαζί μας: ο Πέπας. Δυo στρατιώτες μείνανε μ' αυτόν. Σαν πέρασε καμιά ώρα, σταθήκαμε και περιμέναμε. Οι δυο στρατιώτες γύρισαν μονάχοι.
Ο Οχτώβρης πλησιάζει να τελειώσει.
Βαδίσαμε όλη τη μέρα στο δρόμο του Αγιασμάτ. Εκεί, πέρα απ' τις αλυκές, μια στιγμή ένας στρατιώτης πρόσεξε τα παπούτσια του Αργύρη. Του είπε να τα βγάλει. Τα 'βγαλε. Τα δοκίμασε. Του κάναν. Ο στρατιώτης τα κράτησε, πέταξε τα δικά του στον Αργύρη. Ήταν κάτι τεράστιες παλιαρβύλες, κομμένες στα μισά — θα ήταν πολύ μεγάλες και στο στρατιώτη.
—Πάρε τη μια, μου λέει ο φίλος μου. Αν φορώ και τις δυο, μπορεί να μου τις πάρουν.
Πήρε κείνος τη ζερβιά κ' εγώ την άλλη.
Όλη τη μέρα ήμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι γιατί δεν πεθάναμε. Δε σκεφτόμαστε τίποτα. Κατά το βράδυ είχαμε αποκάμει. Μα δεν το λέγαμε.
 (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου