Οι Κάρμεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρόγκοφ, στο εξαίσιο, επώνυμο σύγγραμμά τους για τις κρίσεις χρέους, υποστηρίζουν ότι οι πιο επικίνδυνες λέξεις σε οποιαδήποτε γλώσσα είναι «αυτή τη φορά είναι διαφορετικά». Ίσως οι επόμενες πιο επικίνδυνες λέξεις είναι: «την επόμενη φορά θα είναι διαφορετικά».
Αυτές οι λέξεις εκφέρονται συχνά όταν πολιτικοί και κεντρικές τράπεζες θέλουν να σπεύσουν σε διάσωση κάποιου προβληματικού τμήματος της οικονομίας. «Ναι», μπορεί κανείς να τους ακούσει να λένε, «καταλαβαίνουμε ότι η διάσωση τραπεζών θα ανατρέψει την πειθαρχία της αγοράς. Δεν μπορεί όμως να περιμένει κανείς από εμάς να
μείνουμε άπραγοι, παρατηρώντας το σύστημα να καταρρέει, προκαλώντας πόνο σε εκατομμύρια αθώους. Θα πρέπει να κινηθούμε ανάλογα με τις περιστάσεις. Την επόμενη φορά όμως, θα είναι διαφορετικά». Και στη συνέχεια χρησιμοποιούν κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους ώστε να αποφύγουν το να «χρεωθούν» το οικονομικό κόστος. Τα κίνητρα της κυβέρνησης είναι ξεκάθαρα. Το κοινό τούς ανταμείβει που έσπευσαν σε άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος -είτε υψώνοντας προστατευτικό ανάχωμα για την προστασία κατοικιών σε πλημμύρα ή διασώζοντας τράπεζες που έχουν «ύποπτα» χρεόγραφα στους ισολογισμούς τους. Πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες κερδίζουν ελάχιστα με το να αφήσουν τους άπληστους ή τους απρόσεκτους να αντιμετωπίσουν τις πλήρεις συνέπειες των πράξεών τους, καθώς πολλοί αθώοι θα υποφέρουν. Ένας «συμπονετικός» Τύπος θα μεγαλοποιήσει τις σπαραξικάρδιες ιστορίες περί χαμένων θέσεων εργασίας και κατοικιών, κάνοντας εκείνους που συμβουλεύουν εναντίον των παρεμβάσεων να φαίνονται πωρωμένοι. Οι δημοκρατίες εξυπακούεται να είναι περισσότερο επιεικείς, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για αγορές και φύση. Και η κυβέρνηση, αναπόφευκτα σπεύδει να γεφυρώσει το χάσμα. Στο βαθμό που η σκληρή δικαιοσύνη, όπως υπαγορεύεται από τις αγορές ή τη φύση, διδάσκει κάποιον καλύτερη συμπεριφορά, έχει συνέπειες πέραν του ορίζοντα οποιουδήποτε που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία. Όταν του ζητήθηκε να επιλέξει μεταξύ του κινδύνου να μείνει γνωστός στην αιωνιότητα ως ο κεντρικός τραπεζίτης που άφησε το σύστημα να καταρρεύσει και των απροσδιόριστων μελλοντικών πλεονεκτημάτων του να διδάξει ένα μάθημα στους μελλοντικούς ριψοκίνδυνους, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιοφυΐα ώστε να προβλέψει την επιλογή του κεντρικού τραπεζίτη. Η δημοκρατία έχει την τάση να θεσμοθετεί τον ηθικό κίνδυνο σε τομείς που είναι οικονομικά ή πολιτικά σημαντικοί -όπως ο χρηματοοικονομικός τομέας ή ο τομέας του real estate- επιτρέποντάς τους να ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη και να «κοινωνικοποιούν» τις ζημίες.
Παρόλο που οι αρχές επιμένουν ότι την επόμενη φορά θα είναι διαφορετικά, όλοι γνωρίζουν ότι θα λάβουν και πάλι την ίδια απόφαση όταν κληθούν να αντιμετωπίσουν την ίδια κατάσταση. Κατά συνέπεια, γνωρίζοντας ότι την επόμενη φορά δεν θα είναι διαφορετικά, οι αρχές κάνουν ό,τι είναι δυνατόν ώστε να αποφύγουν «την επόμενη φορά». Όμως οι ριψοκίνδυνοι έχουν κάθε κίνητρο να δοκιμάσουν και πάλι την τύχη τους, γνωρίζοντας ότι, στη χειρότερη περίπτωση, η κυβέρνηση θα σπεύσει στην οικονομική τους διάσωση. Σε αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, οι ριψοκίνδυνοι έχουν το πάνω χέρι.
Κατά πρώτον, οι ριψοκίνδυνοι συνίστανται σε μικρές, συνεκτικές ομάδες συμφερόντων, που μόλις διασωθούν, έχουν το ισχυρό κίνητρο, καθώς και τους πόρους, να αγοράζουν την πολιτική επιρροή που χρειάζεται ώστε να διασφαλίσουν την επιστροφή του προηγούμενου κατεστημένου. Εάν επιτρεπόταν να επωμίζονται οι ριψοκίνδυνοι περισσότερες ζημίες, τότε θα είχαν λιγότερους πόρους να καταπολεμήσουν τις πολιτικές προσπάθειες για τον περιορισμό των ριψοκίνδυνων δραστηριοτήτων τους.
Επιπλέον, το κοινό δεν θυμάται για πολύ καιρό, δεν έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ούτε όρεξη για λεπτομέρειες. Ακόμη και τότε που το πολύπτυχο νομοσχέδιο Ντοντ-Φρανκ προσπάθησε να διασφαλίσει ότι οι τραπεζίτες δεν θα υποβάλουν ποτέ ξανά τους Αμερικανούς φορολογουμένους σε αλόγιστο ρίσκο, η προσοχή της κοινής γνώμης είχε στραφεί στην κατάσταση της πραγματικής οικονομίας και στην ανεργία. Γιατί να εστιάσει κανείς στο νομοθετικό πλαίσιο του χρηματοοικονομικού τομέα, όταν οι κίνδυνοι άμεσης κατάρρευσης είναι μικροί και όταν οι λεπτομέρειες τόσο βαρετές; Καθώς ανέλαβαν οι ειδήμονες και λομπίστες και το κοινό έχασε το ενδιαφέρον τους, η πράξη Ντοντ-Φρανκ κατέστη ολοένα και πιο φιλική προς τις τράπεζες.
Πώς μπορούν, λοιπόν, να σταματήσουν αυτά τα μονόπλευρα στοιχήματα; Η τρομαχτική απάντηση ενδεχομένως να είναι ότι δεν θα σταματήσουν, παρά μόνον όταν οι κυβερνήσεις ξεμείνουν από χρήματα (όπως στην Ιρλανδία) ή η κοινή γνώμη πάψει να δείχνει κατανόηση (όπως συνέβη στη Γερμανία απέναντι στην υπόλοιπη Ευρώπη).
Για να αποφευχθεί αυτή η μοίρα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αρχίσουν αναγνωρίζοντας ότι το σύστημα είναι προγραμματισμένο να ανταποκρίνεται σε έντονες πιέσεις και ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε γι' αυτό. Θα πρέπει όμως να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν ότι δεν καταστρέφουν τα κίνητρα με το να κάνουν πάρα πολλά. Και θα πρέπει να αντισταθμίζουν με άλλους τρόπους τις στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν από τις παρεμβάσεις.
Για παράδειγμα η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ έχει ουσιαστικά εγγυηθεί στο χρηματοοικονομικό τομέα ότι εάν συναντήσει προβλήματα, τα πολύ χαμηλά επιτόκια θα διατηρηθούν (εις βάρος εκείνων που αποταμιεύουν) μέχρις ότου ανακάμψει ο κλάδος. Στις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, τα επιτόκια διατηρούνταν χαμηλά εξαιτίας των προβλημάτων που είχαν οι τράπεζες λόγω της έκθεσής τους στον τομέα του real-estate. Μειώθηκαν και πάλι το 2001 και διατηρήθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα μέχρι το σκάσιμο της «φούσκας» dot.com. Kαι παρέμεναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα μέχρι το 2008. Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Fed αρνούνται ότι η πολιτική επιτοκίων φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την ανάληψη ρίσκου, υπάρχουν όμως αρκετές ενδείξεις για το αντίθετο.
Θα ήταν δύσκολο για τη Fed να αντιδράσει διαφορετικά εάν ο χρηματοοικονομικός τομέας αντιμετωπίσει και πάλι προβλήματα. Δεν χρειάζεται όμως να διατηρήσει τα επιτόκια σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα αφότου παρέλθει η κρίση, ειδικά εάν αυτά τα επιτόκια έχουν ελάχιστη συνεισφορά στη δημιουργία σταθερής οικονομικής δραστηριότητας. Διατηρώντας το κόστος δανεισμού σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα απλώς ανταμείβει τις τράπεζες για τα σφάλματα του παρελθόντος -και φορολογεί τους καταθέτες.
Ακόμη πιο σημαντικό, εάν η Fed θέλει να αποκαταστήσει τα κίνητρα για τους ριψοκίνδυνους και τους καταθέτες, θα πρέπει να αντισταθμίσει τις συνέπειες της διατήρησης του κόστους δανεισμού «σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα», αυξάνοντας τα επιτόκια πέραν των απολύτως απαραίτητων κινήσεων αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής, καθώς ανακάμπτει η οικονομία. Αυτό, φυσικά, θα είναι πολιτικά δύσκολο, διότι το κοινό έχει προγραμματισθεί να σκέφτεται ότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια είναι θετικός παράγοντας και τα υψηλά αρνητικός για την ανάπτυξη, χωρίς να σκέφτονται τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ανάπτυξης.
Τέλος, οι πιέσεις που ασκούνται στις κυβερνήσεις να παρέμβουν θα είναι χαμηλότερες εάν οι πολίτες είχαν πρόσβαση σε ένα ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας. Η επίσημη πολιτική των ΗΠΑ είναι τόσο παρεμβατική σε περιόδους επιβράδυνσης (ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητάς της) εν μέρει διότι η ανεργία είναι τόσο δαπανηρή στους εργαζομένους -που έχουν ελάχιστες καταθέσεις, επιδόματα ανεργίας που εκπνέουν γρήγορα και σύστημα υγείας που συχνά συνδέεται με τη θέση απασχόλησης. Ένα ισχυρότερο δίχτυ ασφαλείας για τους πολίτες ενδεχομένως να επιτρέψει στους πολιτικούς να αποδεχθούν μεγαλύτερες πιέσεις στον εταιρικό ή χρηματοοικονομικό τομέα, ενισχύοντας το επιχείρημά τους ότι την επόμενη φορά πραγματικά θα είναι διαφορετικά.
Αρθρο του RΑGHURAM RAJAN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου