ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου
Η φυλακή ήταν στο υπόγειο ενός σπιτιού που το χρησιμοποιούσαν για αστυνομία.
Όταν μας σπρώξαν μέσα δεν ξεχώριζα τίποτα. Τόσο ήταν σκοτεινά.
Μας πιάσαν τρεις «τορπιλίσους», πριν χαράξει ακόμα, πάνου στο μουράγιο. Ο αξιωματικός, ένας αψηλός, ξανθός, με πολλά μουστάκια, βαστούσε ένα καμτσίκι και χτυπούσε μες στα μούτρα, σα να είχε πινέλο — μπογιάντιζε φουτουριστικά σχέδια. Ο ένας «τορπιλίσος», ένας γιαπιτζής, μπρος σε τούτη την
ανελέητη ζωγραφική ούρλιαζε απ' τον πόνο και μιλούσε γρήγορα γρήγορα τούρκικα, ικετεύοντας τον αξιωματικό να σταματήσει. Ύστερα, βλέποντας πως δεν υπάρχει σωτηρία, έπεσε μπρούμυτα καταγής, δάγκανε το χώμα και, όπως ο αξιωματικός τον τσαλαπατούσε δαιμονισμένα στα πλευρά, το κορμί του σπάραζε σα ν' άδειαζε ερωτικά. Ο δεύτερος, ένας τρατάρης με σταρένιο αψύ μούτρο, στεκόταν με μια ακατανόητη αξιοπρέπεια. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι· κάθε φορά που το καμτσίκι τού όργωνε το μούτρο, έσκυβε λίγο, ένα νευρικό τικ, και πάλι το κεφάλι ερχόταν στη θέση του. Κ' εγώ, για να προφυλαχτώ, σήκωνα τα χέρια μου ψηλά, όπως κάνουν στα δράματα, ικετεύοντας. —Σκυλιά! Γουρούνια! Άτιμο μιλλέτ! (έθνος) άφριζε ο αξιωματικός.
Πρόσταξε τους στρατιώτες του, που ήταν εκεί γύρω, να σηκώσουν και να κολλήσουν ίσα στον τοίχο το γιαπιτζή που έγλειφε τη γης. Για να μπορεί να τον χτυπά στα μούτρα.
Από μακριά, σ' εκατό μέτρα τόπο, ο πατέρας μου στεκόταν και κοίταζε χαμένος.
***
ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ αρχίζω σιγά σιγά, μόλις συνηθίζουν τα μάτια μου, να ξεχωρίζω. Πολλοί άνθρωποι μιλούν με χαμηλή φωνή. Καμπόσοι έρχουνται προς το μέρος μας, στην πόρτα, να δουν αν τους είναι κανένας από μας γνώριμος. Δεν ξέρω κανένα. Το υπόγειο είναι πολύ χαμηλό, μόλις μπορείς να στέκεσαι ολόρθος. Δυo μικρά παράθυρα με σταυρωτά κάγκελα προς το μέρος του δρόμου. Ίσαμε σαράντα άνθρωποι. Και τρία άλογα που τρων με τέμπο. Μυρίζει καβαλίνες.
Κάθουμαι. Είναι ακόμα πολύ πρωί. Ξαγρυπνημένος, τσακισμένος. Ένα δυνατό τσούξιμο στο πρόσωπο αντιδρά στην εγκατάλειψη σα μια ένεση υγείας. Πάω να χαδέψω αυτό τον πόνο και καταλαβαίνω το χέρι μου να παρακολουθεί τις ραβδωτές γραμμές που άρχισαν να πρήζουνται.
Οι φυλακισμένοι μάς τριγυρίζουν και μας ρωτούν πώς έγινε, που μας πιάσαν, και τα λοιπά. Φλυαρίες. Δεν ξέρω.
—Μωρέ εσύ είσαι μωρό ακόμα! μου λέει ένας. Τι θ' απογίνεις;
Η ερώτηση κάνει στους αλλουνούς την αίσθηση που πρέπει:
—Μωρέ εσύ είσαι μωρό ακόμα! μου λέει ένας. Τι θ' απογίνεις;
Η ερώτηση κάνει στους αλλουνούς την αίσθηση που πρέπει:
—Βρε μάπα, τι σχέση έχει αυτό με την ηλικία; Κ' εσύ, που τα λέμε, τι θ' απογίνεις;
—Έτσι το είπα, λέει ο πρώτος και μένει σκεφτικός.
—Κοντεύει ν' αδειάσει; ρωτά ο άλλος για το Αϊβαλί.
—Ναι, κοντεύει.
—Ύστερα;
—Δεν έχει ύστερα! κόβει ξερά ένας άλλος.
Ένας ένας αποτραβιέται στη γωνιά του. Στο βάθος του υπόγειου ακούγω σιγανά χάχανα. Μια φωνή. Μα αυτή μου είναι γνώριμη!
—Βρε, πόσα κέρατα έχουν τα γίδια; ρωτά εκεί κάποιος.
—Εν...
—Και τα βόδια;
—Δύο...
—Κι ο Μαντάς, βρε, ο πατέρας σου;
—Εν, δύο... μουρμουρίζει η φωνή, που πνίγεται μες στα χάχανα των αλλωνών.
Ο Ηρόδοτος!
—Έτσι το είπα, λέει ο πρώτος και μένει σκεφτικός.
—Κοντεύει ν' αδειάσει; ρωτά ο άλλος για το Αϊβαλί.
—Ναι, κοντεύει.
—Ύστερα;
—Δεν έχει ύστερα! κόβει ξερά ένας άλλος.
Ένας ένας αποτραβιέται στη γωνιά του. Στο βάθος του υπόγειου ακούγω σιγανά χάχανα. Μια φωνή. Μα αυτή μου είναι γνώριμη!
—Βρε, πόσα κέρατα έχουν τα γίδια; ρωτά εκεί κάποιος.
—Εν...
—Και τα βόδια;
—Δύο...
—Κι ο Μαντάς, βρε, ο πατέρας σου;
—Εν, δύο... μουρμουρίζει η φωνή, που πνίγεται μες στα χάχανα των αλλωνών.
Ο Ηρόδοτος!
Πάω κοντά. Τον έχουν τριγυρίσει καμιά δεκαριά άντρες. Πολεμούν να κάμουν άγαρμπα αστεία. Τον ρωτούν που άφησε τα βυζιά του, πώς τα εμπιστεύτηκε σε ξένα χέρια και τα λοιπά.
—Τα 'κρυψε για τις σκόλες, λέει ένας.
—Όχι, βρε! Τα 'στειλε να τα κάμει τράμπα, εξηγά κάποιος άλλος. Γιατί τα βαρέθηκε, τα ίδια και πάλι τα ίδια...
Ο Ηρόδοτος κοιτάζει με ολάνοιχτα τ' αγαθά του μάτια. Δεν ξέρει τι να πει. Μονάχα, σαν καταλαβαίνει να σφίγγουνται πολύ από πάνω του, κάνει ένα κίνημα φόβου να λυτρωθεί, τραυλίζει ασυναίσθητα: Εν...
Χάχανα.
Όξω απ' το παράθυρο ακούγονται στριγγές φωνές. Γυναίκες τσιρίζουν και
χτυπιούνται.
—Τι είναι;
—Η μητέρα του Χρήστου του Ταμπάκη είναι, λέει ένας. Και του αλλουνού, του
Δημητρού.
—Α!...
Μια αταραξία ωσάν στους πεθαμένους ακινητεί μονομιάς όλα τούτα τα μούτρα που γελούσαν. Είναι τόσο απότομη η αλλαγή — απορείς πώς πρόφταξε να γίνει σε τόσο ασήμαντη στιγμή. Δε μιλούν να καταλάβω κ' εγώ. Προαισθάνουμαι πως κάτι φοβερό έχει γίνει. Ή μέλλεται.
—Όσο γι' αυτουνούς τώρα... μουρμουρίζει κάποιος.
—Τι τρέχει, μπάρμπα; ρωτώ έναν περασμένο σαρανταπεντάρη.
Με κοιτάζει με απορία. Ύστερα, σα να θυμάται:
—Α! Εσύ σήμερα ήρθες;
—Ναι.
Μου εξηγά, άκρες μέσες.
—Θα δεις... Θα δεις... μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
—Όσο γι' αυτουνούς τώρα... μουρμουρίζει κάποιος.
—Τι τρέχει, μπάρμπα; ρωτώ έναν περασμένο σαρανταπεντάρη.
Με κοιτάζει με απορία. Ύστερα, σα να θυμάται:
—Α! Εσύ σήμερα ήρθες;
—Ναι.
Μου εξηγά, άκρες μέσες.
—Θα δεις... Θα δεις... μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
Οι δυο γριούλες κλαιν και φωνάζουν, κάνουν προσπάθεια, μην τους λείψει η δύναμη και πάψουν.
—Αχ! λέει η μια. Δεν μπορεί να 'γινε! Δεν μπορεί... Έκατσα και του μπάλωσα μια φανέλα χτες τη νύχτα.
Στο χέρι της τρέμει ένα μικρό πακέτο.
—Και τώρα;... αναρωτιέται χαμένη, σαν το ζήτημα να 'ναι τι να το κάμει το πακέτο.
Έφυγαν. Το πακετάκι μένει όξω απ' τα κάγκελα. Κάποιος απ' τους φυλακισμένους απλώνει το χέρι του και το παίρνει. Το ανοίγει, κοιτάζει τη μπαλωμένη φανέλα. Πολύ. Ύστερα πολεμά να τη δοκιμάσει, να τη βάλει.
—Στο μπόι μου! λέει μονάχα, σαν τέλειωσε.
Είναι ακόμα εκεί, στα κάγκελα, ένα άλλο δεματάκι τυλιγμένο σε μια λερή πετσέτα φαντή. Ένα πιάτο πιλάφι, ελιές, μισό μαύρο ψωμί. Ένα βρασμένο κοτόπουλο. Το παράτησε η άλλη γριούλα εκεί. Οι δικοί μας το ανοίγουν. Μια στιγμή διστάζουν.
Ύστερα, αποφασιστικά, ένας κόβει ένα ποδάρι απ' το κοτόπουλο και το μασά.
—Κ' εμένα! φωνάζει ένας άλλος να του δώσουν.
Το μοιράζουνται πέντε έξι στόματα.
—Ήθελε αλάτι, λέει ένας.
—Ναι, ήθελε.
—Κ' εμένα! φωνάζει ένας άλλος να του δώσουν.
Το μοιράζουνται πέντε έξι στόματα.
—Ήθελε αλάτι, λέει ένας.
—Ναι, ήθελε.
Μασούν σιωπηλά.
—Φουκαράδες..., λέει πάλι ο τελευταίος και στέκεται.
Αυτός που είπε για το αλάτι, μπουκωμένος, περιμένει να καταπιεί για να μιλήσει.
—Λες να τους τυραγνούν πρώτα; ρωτά μόλις αδειάσει το στόμα του.
—Φουκαράδες..., λέει πάλι ο τελευταίος και στέκεται.
Αυτός που είπε για το αλάτι, μπουκωμένος, περιμένει να καταπιεί για να μιλήσει.
—Λες να τους τυραγνούν πρώτα; ρωτά μόλις αδειάσει το στόμα του.
Ο άλλος σηκώνει τους ώμους. Τον κοιτάζει. Το στόμα του ανοιγοκλείνει πιο αργά, σα μηχανή που λίγο λίγο σώνεται ο ατμός.
—Θα το δούμε, λέει.
***
Η ΜΗΤΕΡΑ μου έχει γονατίσει στο πλακόστρωτο όξω απ' το μικρό παράθυρο, εκεί πλάι, και δε φωνάζει πια, κλαίει. Στην αρχή ο σκοπός δεν την άφηνε να 'ρθει κοντά· έκαμε τον κόσμο άνω κάτω, σαν παλαβή. Στο τέλος τη σπρώξαν προς το παράθυρο. Έπεσε μπρούμυτα. Το γλυκό μαύρο πρόσωπό της έκαμε μπρουπ πάνου στα κάγκελα. Με μια απελπισμένη προσπάθεια κοίταξε να σηκωθεί, έπιασε μισοξαπλωμένη τα κάγκελα και φώναζε:
—Ηλία! Ηλία!
Η θερμή γνώριμη κραυγή γέμισε το υπόγειο. Με βρήκε σε μιαν άκρη και με τίναξε. Έτρεξα στο παράθυρο. Με κοίταζε με τα ξαφνιασμένα μάτια της μες στους άγνωστους ανθρώπους, μες στ' άλογα, μόλις με ξεχώριζε μες στο ύποπτο φως, άπλωνε μέσα τα χέρια της να μ' αγγίσει, δεν ήξερε τι έλεγε. Το χέρι της έτρεμε στο κενό, ερχόταν σ' εμένα, πάλι αποτραβιόταν — ένα ζο που ήθελε να πιει και δεν το αποφάσιζε.
—Κ' εκείνο έτρεμε χτες για τα ποντίκια... Για τα ποντίκια!... έλεγε απελπισμένα,
σα να μιλούσε σε κάποιον, κι αναρουφούσε. Θε μου, τι να κάμω;
Τι να κάμει; Μέρεψε. Δε φωνάζει πια. Συμμάζεψε τα πόδια της, έγινε ένα κουβάρι
κόκαλα και μελαψό κρέας.
—Κακόμοιρο παιδάκι... Κακόμοιρο παιδάκι... μουρμουρίζει μονάχα από ώρα σε ώρα
και κλαίει.
Το στόμα της ανοίγει και κλείνει νευρικά. Τα μάτια δεν τα σφουγγίζει πια, το 'χει ξεχάσει. Τα δάκρυα κατεβαίνουν στο μάγουλο σιγανά κι αδιάφορα — δεν προσέχουν να κατεβαίνουν τουλάχιστο σε αρμονικές γραμμές, γράφουν ζικ ζακ, χώνουνται μες στις ρυτίδες. Πότε πότε ένας σπασμός χτυπά το πρόσωπό της, που γίνεται περισσότερο άσχημο· είναι πολύ αστείο έτσι που πετάγεται στον αγέρα ένα αρμυρό υπόλοιπο από δάκρυα που είχε κρυφτεί κάπου σε μια ζάρα.
Όταν σηκώνεται να φύγει εγώ στέκουμαι πολλή ώρα εκεί και βλέπω το λίγο τόπο
που έπιανε δίπλα στα κάγκελα, έναν τόπο μια σταλιά.
***
ΟΙ ΠΙΟ ΠΟΛΛΟΙ τους εδώ μέσα είναι άνθρωποι της θάλασσας. Όχι τίποτα μεγάλες
καθαρές θάλασσες, φουγάρα, λιμάνια που βουίζουν. Όχι. Φουκαράδες, τρατάρηδες, ψαράδες. Φτωχές θάλασσες με τραχιά κι ατίθασα κύματα. Παρθένο αψύ αίμα, και μια καρδιά ζεστή — που να την αγγίσεις!
Και μια γνωριμία: Σε μιαν άκρη που δε φαίνεται καθόλου είναι ο χωμένος ο Ιάκωβος Μούρας. Είναι ένας περασμένος άνθρωπος, ίσαμε πενήντα χρονώ. Ήταν ξενοδόχος και πατριώτης λόγιος. Όταν ήρθαν οι Έλληνες στην Ανατολή έβγαλε ένα λόγο απ' το μπαλκόνι του ξενοδοχείου του. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του που, επειδή δεν είχε έτοιμη παντιέρα να σιάρει, σαστισμένος απ' την ευγλωττία του άρπαξε και σίαρε ένα σεντόνι που μύριζε ύποπτα πράματα.
«Ζήτω η ελευθερία!»
Σίγουρα θα τον πρόδωσαν γι' αυτό. Κάθεται ζαμουριασμένος, ένα κουβαράκι, και
συλλογίζεται. Αυτό το μακρινό σεντόνι αρχίζει να μυρίζει, τώρα μόλις, σα να χρειάστηκε να περάσει τόσος καιρός για να πάρει αξία το άρωμά του.
—Πολύ συλλογίζεσαι, μπαρμπα-Γιάκωβε, του λέει ένας.
Κουνά το κεφάλι του: Ναι.
—Τι τον ήθελες, φουκαρά κ' εσύ, κείνον τον κατουρημένο διάολο, τότες!
—Τι τον ήθελα, για! μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
—Πολύ συλλογίζεσαι, μπαρμπα-Γιάκωβε, του λέει ένας.
Κουνά το κεφάλι του: Ναι.
—Τι τον ήθελες, φουκαρά κ' εσύ, κείνον τον κατουρημένο διάολο, τότες!
—Τι τον ήθελα, για! μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
Σε λίγο έρχουνται τα παιδιά του στο παράθυρο. Πολλά ψι-ψι συναμεταξύ τους. Μαθαίνουμε κ' εμείς το τι τρέχει: Ο Ιάκωβος φεύγει. Είναι Ιταλός υπήκοος. Σε λίγες ώρες θα τον λευτερώσουν.
Στο γερασμένο πρόσωπό του γίνεται μια απερίγραπτη αλλαγή. Σα να το περάσαν λούστρο και γυαλίζει. Είναι ένα φως που πετιέται ίσα απ' τα μάτια του. Αφήνει την κόχη του και γυρίζει πέρα δώθε μες στο υπόγειο, σε μια αδιάκοπη κίνηση. Σαν κουράστηκε πια μας μαζεύει να μας αφήσει γεια.
—Παιδιά, έννοια σας! μας λέει. Το πράμα θα κανονιστεί. Κουράγιο! Μόλις πατήσω στη Μυτιλήνη θα πάω στον Ιταλό Πρόξενο και θα του πω πως δεν ήμουν μονάχα εγώ, μα κ' εσείς. Θα στείλει τότες ένα πολεμικό. Σίγουρα!
Κ' επειδή κανένας δε μιλά, υποπτεύεται μιαν αμφιβολία και πολεμά να μας
βεβαιώσει άλλη μια φορά για το σκοπό του.
—Κάμετε κ' εσείς λίγη υπομονή, λέει σιγανά. Επί τετρακόσια συναπτά έτη υπό τον
ζυγόν ο Ελληνισμός...
Ένα θαυματουργό αγεράκι σα να έβαλε το χέρι του. Απ' τη στιγμή που ο Ιάκωβος κατάλαβε πως δεν κινδυνεύει, φαίνεται πως έσβησε κ' η πιο ελάχιστη υποψία απ' το μακρινό άρωμα εκεινού του σεντονιού. Μα οι δικές μας οι μύτες επέμεναν να το μυρίζουν.
—Πόσες μέρες θα χρειαστεί να περιμένουμε, μπαρμπα-Γιάκωβε; ρωτά ένας.
Ο Ιάκωβος υπολογίζει: Ίσαμε να κουνηθεί το βαπόρι, τούτο, εκείνο...
—Τέσσερις πέντε, λέει τέλος. Εσείς βάλτε έξι, να 'στε μέσα.
—Εμείς πόσοι είμαστε τώρα; επιμένει ο άλλος.
—Σαράντα.
—Με το εφτά;
—Τί;
—Διαίρεσέ το με το εφτά!
—Πέντε και κάτι...
—Εμείς πόσοι είμαστε τώρα; επιμένει ο άλλος.
—Σαράντα.
—Με το εφτά;
—Τί;
—Διαίρεσέ το με το εφτά!
—Πέντε και κάτι...
—Ε, συμπεραίνει ο σύντροφός μας με φαρμακερή ηρεμία. Ίσαμε να τελειώσει η διορία σου, έξι μέρες, το «ξάφρισμα» θα μας έχει νετάρει ολουνούς. Θα θέλει και ρέστα...
Αυτός ο μαθηματικός υπολογισμός πέφτει πάνου στα τεζαρισμένα απ' την ελπίδα
πρόσωπα σαν ένα κομμάτι πάγος.
—Σωστό..., συμφωνεί ένας μελαγχολικά.
Σωστό. Κι όμως στο βάθος όλες οι καρδιές χτυπούν. Αρχίζουμε ν' αγωνιούμε μπας
και δε φύγει ο Ιάκωβος.
***
ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ φέραν κατά το βράδυ κουβέρτες, δυο μαξιλάρια, ένα βραστό κοτόπουλο. Αυτές τις μέρες συμπάσχουμε τα δυο γένη: εμείς και τα κοτόπουλα.. Ο κόσμος τα σφάζει γραμμή, θυσία. Τι να τα κάμει αφού φεύγει; Ο αγέρας είναι γεμάτος από αγωνία και πούπουλα.
Μου 'φερε τα πράγματα στη φυλακή ο μικρός μας ο Θάνος. Το παιδί καταλαβαίνει
τη σοβαρή θέση μου, θέλει να μου δώση κουράγιο.
—Αδερφάκι μου, μη φοβάσαι, μου λέει. Τρέχουμε για σένα.
—Ποιος τρέχει, Θάνο;
—Εγώ κ' η μανούλα, λέει.
Κάνει να φύγει, μα γυρίζει ξανά:
—Ηλία!
—Τι;
—Κι αν δεν σε γλιτώσουμε, θα 'ρθουμε μαζί σου.
Βγάζω το χέρι μου απ' τα κάγκελα να το χαϊδέψω.
—Αδερφάκι μου, μη φοβάσαι, μου λέει. Τρέχουμε για σένα.
—Ποιος τρέχει, Θάνο;
—Εγώ κ' η μανούλα, λέει.
Κάνει να φύγει, μα γυρίζει ξανά:
—Ηλία!
—Τι;
—Κι αν δεν σε γλιτώσουμε, θα 'ρθουμε μαζί σου.
Βγάζω το χέρι μου απ' τα κάγκελα να το χαϊδέψω.
—Εγώ κ' η μανούλα. Θα 'ρθουμε..., βεβαιώνει το παιδί.
Το παρακολουθώ που χάνεται τρεχάτο μες στο δρόμο που σκοτεινιάζει.
OΣΟ πέφτει η νύχτα τα νεύρα αρχίζουν να μην πειθαρχούν πια. Όλοι κινιούνται, αλλά κάθε τόσο μια μεγάλη στιγμή σιωπής ακινητεί την ατμόσφαιρα. Τότε μπορείς να ξεχωρίσεις τον ελάχιστο ήχο: ένα μαμούδι έτριξε, μια μπουκιά άχερο έπεσε απ' το στόμα του αλόγου, ένας στεναγμός ξέφυγε προδοτικά.
Κάτι σπαρματσέτα ανάψαν εδώ κ' εκεί. Πάνω στα υγρά ντουβάρια οι σκιές
μεγαλώνουν σαν τέρατα.
Διψώ. Έχει ένα κιούπι με σάπιο νερό που βρωμά και βγάζει κουνούπια. Σκύβω και
πίνω.
Φωνάζω τον Πέπα να ξαπλώσει στις κουβέρτες μου. Είναι ένας αψηλός άντρας, τον πιάσαν κατά τα σουρουπώματα. Έβγαζε μια μικρή εφημερίδα τον καιρό που οι Έλληνες ήταν στη Μικρασία. Το κατά δύναμιν βοηθούσαν η εγχώρια αρτηριοσκλήρωση, οι τροφοδότες του στρατού κ' οι σχετικοί νέοι με άσματα εις πεζόν. Ο Πέπας ήταν ένας άνθρωπος λεπτοκαμωμένος, σιγανός, ήμερος, υποχόνδριος, εργένης και συφιλιδικός.
—Κύριε Πέπα, δεν έχεις στρωσίδια; Έλα να ξαπλώσουμε μαζί.
—Κ' εγώ δεν έχω, λέει μια άλλη φωνή απ' τα σκοτεινά. Να 'ρθω;
Τα βολεύω και για τους τρεις.
—Έλα!
—Κ' εγώ δεν έχω, λέει μια άλλη φωνή απ' τα σκοτεινά. Να 'ρθω;
Τα βολεύω και για τους τρεις.
—Έλα!
Είναι ένα μελαψό μούτρο γεμάτο ζωηρές γραμμές, δυο μάτια που γυαλίζουν. Οι
μασέλες τραβούν ένα τετράγωνο σχέδιο με το κεφάλι. Το μέρος που ξαπλώνουμε είναι κοντά στ' άλογα. Όλες οι άλλες γωνιές είναι πιασμένες απ' τους συντρόφους που ήρθαν πιο μπροστά. Το χώμα αποκάτου είναι γεμάτο καβαλίνες και υγρασία.
Πέφτουμε ο ένας κοντά στον άλλον, οι τρεις.
—Πώς σε λεν; ρωτώ τον ξένο.
—Εμένα; Μανόλη.
—Ξωχάρης είσαι;
—Όχι. Καπετάνιος απ' τα Μοσχονήσια.
—Έχεις μέρες εδώ;
—Ναι, τρεις.
Πέφτουμε ο ένας κοντά στον άλλον, οι τρεις.
—Πώς σε λεν; ρωτώ τον ξένο.
—Εμένα; Μανόλη.
—Ξωχάρης είσαι;
—Όχι. Καπετάνιος απ' τα Μοσχονήσια.
—Έχεις μέρες εδώ;
—Ναι, τρεις.
Μας λέει πως έχει μια γυναίκα και δυο μωρά. Τα μπαρκάρισε προχτές. Μας περιγράφει το καθένα απ' τα παιδιά τι λογής είναι, ξανθό, μελαχρινό, το πιο μικρό έχει κ' ένα σημάδι καταμεσής στο κούτελο, μια ασήμαντη σκισμάδα. Αυτός ο μικρός διάολος σου σκαρώνει κάτι φελούκες με τον πεύκο!
Άνοιξε το στόμα του και λέει, λέει. Στο τελευταίο ταξίδι του, στην Κω, είχει πάρει και το μικρό. Στο Τσανταρλί τους έπιασε το μπουρίνι. Ήταν μια θεοπάλαβη θάλασσα. Τα 'φερε σκούρα. Άρχισε να κάνει το σταυρό του, μια φορά, δυο φορές.
—Εγώ τι να φοβηθώ; λέει, σα να θέλει να μη μας αφήσει καμιά υποψία για το θάρρος του. Μα έλα που ήταν το μωρό... Η νύχτα είναι ήσυχη όξω απ' το υπόγειο. Απ' το κάτω μέρος η θάλασσα είναι μόλις δέκα μέτρα. Ακούμε τα μικρά κύματα — σπουν με μια αδιαφόρετη πειθαρχία, το ένα πίσω απ' τ' άλλο.
—Πεινώ, λέει ο καπετάνιος.
Θυμάμαι το Θάνο που μου έφερε το πακέτο. Δεν το άγγισα.
—Έχω εγώ, του λέω.
Ανοίγω το δέμα και του δίνω.
—Φάγε!
Κόβει ένα κομμάτι απ' το πουλί κι αρχίζει να τρώει με βουλιμία.
—Εσύ θέλεις; ρωτώ τον Πέπα.
—Πεινώ, λέει ο καπετάνιος.
Θυμάμαι το Θάνο που μου έφερε το πακέτο. Δεν το άγγισα.
—Έχω εγώ, του λέω.
Ανοίγω το δέμα και του δίνω.
—Φάγε!
Κόβει ένα κομμάτι απ' το πουλί κι αρχίζει να τρώει με βουλιμία.
—Εσύ θέλεις; ρωτώ τον Πέπα.
Μουρμουρίζει όχι. Στριφογυρίζει, παραπονιέται πως έχει υγρασία. Είναι φοβερά μύωψ και λέει πως δε βλέπει επειδή δεν έχει γυαλιά. Του τα 'σπασε, με τα δυο χαστούκια που του 'δωσε, ο αξιωματικός μόλις τον πιάσαν.
—Κ' εσύ δεν τρως; με ρωτά ο καπετάνιος.
Παίρνω μηχανικά και μασώ ένα κομμάτι κρέας. Δεν κατεβαίνει. Τα παρατώ και ξαπλώνουμαι πάλι. Ξαπλώνει ξανά κι ο καπετάνιος. Τον ακούγω τώρα που μασά πιο αργά. Ολοένα πιο αργά.
—Μωρέ όρεξη! αγαναχτεί μια φωνή απ' αντίκρυ. Βρε, δεν καταλαβαίνεις λοιπόν
πως κοντεύει η ώρα;
—Γιακ ε ί ν ο
κείνο λες; λέει μπουκωμένος ο καπετάνιος.
—Εμ για ποιο; Για το «ξάφρισμα», βρε!
Μια στιγμή σιωπής. Το στόμα του καπετάνιου δε μασά, σα να έκαμε στοπ. Ύστερα
πάλι αρχίζει, σιγά σιγά, κι ολοένα παίρνει το κανονικό του βάδην.
—Κι αν δε φάγω τι αλλάζει; μουρμουρίζει. Είναι κι αυτό ένα όφελος...
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου